Τι σημαίνει το dart στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dart στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dart στο Αγγλικά.

Η λέξη dart στο Αγγλικά σημαίνει βελάκι, βέλος, πετάγομαι, βελάκια, πέταγμα, πένσα, ρίχνω, γίνομαι καπνός, όπλο εκτόξευσης βελών με αναισθητικό, πιστόλι που εκτοξεύει βέλη με βεντούζες, δηλητηριώδες βέλος, δενδροβάτης, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dart

βελάκι

noun (small arrow used in game of darts)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dave threw his dart and hit the bull's-eye.
Ο Ντέιβ έριξε το βελάκι και πέτυχε κέντρο.

βέλος

noun (used to tranquilize, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The dart struck the lion and it keeled over almost immediately.
Το βέλος χτύπησε το λιοντάρι κι εκείνο σωριάστηκε σχεδόν αμέσως.

πετάγομαι

intransitive verb (move swiftly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The robber darted into an alleyway when he saw the police coming.
Ο κλέφτης έτρεξε γρήγορα μέσα σ' ένα σοκάκι όταν είδε την αστυνομία να έρχεται.

βελάκια

noun (sport played with small arrows)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I can't remember the last time I played darts in a pub.
Δεν μπορώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που έπαιξα βελάκια σε παμπ.

πέταγμα

noun (swift movement) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The squirrel's dart across the street was so quick, I almost missed it.

πένσα

noun (tapered seam for adjusting) (ραπτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alison adjusted the darts on the skirt.

ρίχνω

transitive verb (figurative (move, send quickly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andy darted a quick glance at Helen.

γίνομαι καπνός

(leave quickly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όπλο εκτόξευσης βελών με αναισθητικό

noun (device: for tranquillizing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They shot the lion with a dart gun so that they could examine its teeth.

πιστόλι που εκτοξεύει βέλη με βεντούζες

noun (toy: gun fires rubber tipped darts) (παιχνίδι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Billy, do not point that dart gun at your brother!

δηλητηριώδες βέλος

noun (small projectile used to poison)

δενδροβάτης

noun (brightly-coloured amphibian)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά

verbal expression (look quickly at) (σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dart στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.