Τι σημαίνει το policial στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης policial στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του policial στο πορτογαλικά.

Η λέξη policial στο πορτογαλικά σημαίνει αστυνομικός, αστυνόμος, αστυνομικός, αστυφύλακας, μπάτσος, μπασκίνας, ντετέκτιβ, αστυνομικός, αστυνομία, μπάτσος, μπασκίνας, μπασκίνα, μπάτσος, μπατσίνα, αστυνομικός, αστυνομικός, αστυνομικός, μπάτσοι, αρχηγός αστυνομίας, αστυφύλακας, αστυνόμος, μυστηρίου, αστυνομικό τμήμα, αστυνομική ιστορία, ιστορία μυστηρίου, αστυνομικός, αστυνομία, βρετανός στρατονόμος, γυναίκα αστυφύλακας υπεύθυνη για πρόστιμα παράνομης στάθμευσης, φωτογραφία της σήμανσης, αστυνομικό μυθιστόρημα, λαγωνικό της αστυνομίας, ανάκριση, αστυνομικό σώμα, αστυνομική λογοτεχνία, αστυνομικό μυθιστόρημα, αστυνομικό μυθιστόρημα, αστυνομική παρουσία, αστυνομική αναφορά, πλαίσιο πολιτικής, αστυνομικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης policial

αστυνομικός, αστυνόμος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Quando ele crescer, quer ser ou bombeiro ou policial.
Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει είτε πυροσβέστης είτε αστυνομικός.

αστυνομικός

(BRA)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ένας αστυφύλακας συνέλαβε τον ύποπτο εκεί κοντά.

αστυφύλακας

(BRA)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπάτσος, μπασκίνας

substantivo masculino e feminino (αργκό: αστυνομικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ντετέκτιβ

(ιδιώτης)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αστυνομικός

(BRA)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Matthew é um policial.

αστυνομία

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O policial chegou à cena do crime.
Η αστυνομία έφτασε στο σημείο.

μπάτσος

substantivo masculino (καθομ: ενιότε μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπασκίνας, μπασκίνα

substantivo masculino e feminino (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

μπάτσος, μπατσίνα

(BRA) (ανεπ, ενίοτε μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
A criança gritou "Ei, policial!" quando um policial passou.
Τα παιδιά φώναξαν, «Ε, μπάτσε!», όταν πέρασε ένας αστυνομικός.

αστυνομικός

substantivo masculino e feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αστυνομικός

substantivo masculino, substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αστυνομικός

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπάτσοι

(αστυνομία, αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αρχηγός αστυνομίας

(chefe de polícia do Reino Unido)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αστυφύλακας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αστυνόμος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

μυστηρίου

(BRA) (βιβλίο ή ταινία)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Estou lendo uma estória policial onde um detetive é o personagem principal.
Διαβάζω ένα βιβλίο μυστηρίου (or: αστυνομικό βιβλίο) στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας ντετέκτιβ.

αστυνομικό τμήμα

Σε αυτό το αστυνομικό τμήμα παρουσιάζεται ο μεγαλύτερος αριθμός ανθρωποκτονιών στην πόλη.

αστυνομική ιστορία, ιστορία μυστηρίου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αστυνομικός

(membro da Polícia Feminina)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αστυνομία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βρετανός στρατονόμος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυναίκα αστυφύλακας υπεύθυνη για πρόστιμα παράνομης στάθμευσης

(κατά λέξη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φωτογραφία της σήμανσης

substantivo feminino (identificação de rosto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο μάρτυρας αναγνώρισε τον ληστή της τράπεζας από μια φωτογραφία της σήμανσης.

αστυνομικό μυθιστόρημα

Λατρεύω τα αστυνομικά μυθιστορήματα, ειδικά τα παλιά της Αγκάθα Κρίστι.

λαγωνικό της αστυνομίας

(cão treinado usado em trabalhos policiais)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανάκριση

(questionamento de um suspeito pela polícia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αστυνομικό σώμα

(equipe de policiais)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αστυνομική λογοτεχνία

αστυνομικό μυθιστόρημα

αστυνομικό μυθιστόρημα

substantivo masculino (βιβλίο)

αστυνομική παρουσία

(atendimento ou proximidade de oficiais de polícia)

αστυνομική αναφορά

(resumo escrito sobre investigação policial)

πλαίσιο πολιτικής

(sistema ou estratégia para legislar)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αστυνομικός

(BRA)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του policial στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.