Τι σημαίνει το pôs στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pôs στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pôs στο πορτογαλικά.
Η λέξη pôs στο πορτογαλικά σημαίνει πανεπιστημιακή σχολή μεταπτυχιακών σπουδών, μετα-, μετά την κλιμακτήριο, μεταμοντέρνος, μεταμοντερνιστής, μεταγεννητικός, μετεγχειρητικός, επιλόχειος, αμέσως μετά από σύμφωνο, μεθυπνωτικός, μετυπνωτικός, μεταβιομηχανικός, απογευματινός, οπισθορρινικός, μετά από ατύχημα, μετά τη συνουσία, μεταϊμπρεσιονιστικός, για μετά τον ήλιο, της μετα-αλήθειας, Υ.Γ., υστερόγραφο, μετακαυστήρας, μετανοσηλευτική θεραπεία, μεταμοντερνισμός, ανώτατη εκπαίδευση, μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών, άφτερ πάρτυ, μεταϊμπρεσιονισμός, μετακλιμακτηρικός, μετεμμηνοπαυσιακός, μετά το τέλος της αγωνιστικής περιόδου, μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτήτρια, φροντίδα μετά από θεραπεία ομορφιάς, συμβαίνω μετά, έρχομαι μετά, μεταθανάτιος, μέριμνα μετά την αγορά, απρέ σκι, που έρχεται μετά από φωνήεν, που ακολουθεί το φωνήεν, μεταπαραγωγή, μεταδομισμός, μεταπτυχιακός, μεταπολεμικός, μεταδιδακτορικός, μεταγευματικός, άφτερ σέιβ, μεταδιδακτορικός φοιτητής, λοσιόν ξυρίσματος, μεταπτυχιακές σπουδές, ίδρυμα για μεταπτυχιακές σπουδές, μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτητρια, γυναίκα μετά την εμμηνόπαυση, Μεταπτυχιακό Δίπλωμα, διαταραχή μετατραυματικής καταπόνησης, διαταραχή μετατραυματικού στρες, λάδι για ξύρισμα, πτυχίο διδασκαλίας, εξυπηρέτηση μετά την πώληση, επιλόχεια κατάθλιψη, επιλόχεια κατάθλιψη, long covid, συσπάσεις μετά τον τοκετό, μεταπολεμικός, μεταδιδακτορικός, μεταπτυχιακός, δυσθυμία μετά τον τοκετό, συναισθηματική δυσφορία μετά τον τοκετό, μεταπτυχιακός, επιλόχεια κατάθλιψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pôs
πανεπιστημιακή σχολή μεταπτυχιακών σπουδών
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μετα-prefixo (após; mais tarde) Nos domingos, curto um passeio no parque pós-almoço. O país passou por um boom econômico nos anos pós-guerra. Τις Κυριακές απολαμβάνω μια βόλτα στο πάρκο μετά το μεσημεριανό. |
μετά την κλιμακτήριοadjetivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μεταμοντέρνοςadjetivo (referente a pós-modernismo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεταμοντερνιστήςsubstantivo masculino (movimento artístico e literário) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μεταγεννητικόςadjetivo (referente ao período subsequente ao nascimento) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μετεγχειρητικόςadjetivo (referente ao período que sucede a uma cirurgia) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιλόχειοςadjetivo (referente ao período subsequente ao parto) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αμέσως μετά από σύμφωνοadjetivo (προσδιορισμός) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μεθυπνωτικός, μετυπνωτικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεταβιομηχανικόςadjetivo (μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απογευματινόςadjetivo (απόγευμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
οπισθορρινικόςadjetivo (ιατρική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μετά από ατύχημαadjetivo (após um acidente) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μετά τη συνουσίαadjetivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεταϊμπρεσιονιστικόςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
για μετά τον ήλιοadjetivo (para o uso após exposição ao sol) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
της μετα-αλήθειαςsubstantivo feminino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Υ.Γ.(συντομογραφία: υστερόγραφο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
υστερόγραφο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μετακαυστήραςsubstantivo masculino (μηχανολογία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μετανοσηλευτική θεραπείαsubstantivo masculino (cuidados posteriores a uma intervenção) (μετά από νοσηλεία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μεταμοντερνισμόςsubstantivo masculino (movimento artístico e literário) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανώτατη εκπαίδευση
|
μεταπτυχιακός τίτλος σπουδώνsubstantivo feminino (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
άφτερ πάρτυ(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μεταϊμπρεσιονισμόςsubstantivo masculino (movimento artístico) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μετακλιμακτηρικός, μετεμμηνοπαυσιακόςadjetivo (período posterior à menopausa) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μετά το τέλος της αγωνιστικής περιόδουadjetivo (esportes) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μεταπτυχιακός φοιτητήςsubstantivo masculino (aluno de gradução) Το μάθημα είναι και για προπτυχιακούς και για μεταπτυχιακούς φοιτητές. |
μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτήτριαsubstantivo masculino |
φροντίδα μετά από θεραπεία ομορφιάςsubstantivo masculino (de beleza) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμβαίνω μετά, έρχομαι μετά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεταθανάτιοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μέριμνα μετά την αγοράsubstantivo masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απρέ σκιadjetivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έρχεται μετά από φωνήεν, που ακολουθεί το φωνήενadjetivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεταπαραγωγήsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεταδομισμόςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μεταπτυχιακόςlocução adjetiva (estudo: depois da graduação) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Τα μεταπτυχιακά προγράμματα της σχολής είναι πολύ λίγα. |
μεταπολεμικόςsubstantivo masculino (após uma guerra) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεταδιδακτορικόςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεταγευματικόςadjetivo (que se segue às refeições) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άφτερ σέιβ(καλλυντικό ξυρίσματος) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μεταδιδακτορικός φοιτητής
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
λοσιόν ξυρίσματος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεταπτυχιακές σπουδές
|
ίδρυμα για μεταπτυχιακές σπουδέςexpressão (ΗΠΑ) O que você pretende fazer após terminar seu curso de pós-graduação? Τι σκοπεύεις να κάνεις όταν τελειώσεις το ίδρυμα για μεταπτυχιακές σπουδές; |
μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτητριαexpressão |
γυναίκα μετά την εμμηνόπαυση(mulher adulta que não menstrua mais) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Há muitas piadas sobre mulheres pós-menopausa loucas. |
Μεταπτυχιακό Δίπλωμα
|
διαταραχή μετατραυματικής καταπόνησης, διαταραχή μετατραυματικού στρες(med., efeitos psicológicos de um trauma - TEPT) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
λάδι για ξύρισμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πτυχίο διδασκαλίας(qualificação de pós-graduação para ensinar) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εξυπηρέτηση μετά την πώλησηsubstantivo masculino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επιλόχεια κατάθλιψη
|
επιλόχεια κατάθλιψη
|
long covid
(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
συσπάσεις μετά τον τοκετό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεταπολεμικόςadjetivo (após a Segunda Guerra Mundial) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεταδιδακτορικόςlocução adjetiva (abrev) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεταπτυχιακόςsubstantivo masculino, substantivo feminino (φοιτητής) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
δυσθυμία μετά τον τοκετό, συναισθηματική δυσφορία μετά τον τοκετόsubstantivo feminino (σε νέες μητέρες) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μεταπτυχιακόςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Stephen está indo para Harvard fazer estudos de pós-graduação em ciências políticas. Ο Στίβεν θα πάει στο Χάρβαρντ να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στις πολιτικές επιστήμες. |
επιλόχεια κατάθλιψη(abrev, informal) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pôs στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του pôs
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.