Τι σημαίνει το posed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης posed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του posed στο Αγγλικά.
Η λέξη posed στο Αγγλικά σημαίνει πόζα, μόστρα, φιγούρα, ποζάρω, θέτω, το παίζω κπ/κτ, προκαλώ, δημιουργώ, στήνω, κάνω μια ερώτηση, θέτω το ερώτημα, αποτελώ κίνδυνο, θέτω κπ/κτ σε κίνδυνο, ποζάρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης posed
πόζαnoun (posture for camera) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jason saw Lisa pointing the camera at him, so he struck a pose. Ο Τζέισον είδε τη Λίζα να γυρνά την κάμερα πάνω του και έτσι πήρε μια πόζα. |
μόστρα, φιγούραnoun (figurative (affectation) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Amber's liberalism is just a pose. Ο φιλελευθερισμός της Άμπερ είναι απλά μια προσποίηση. |
ποζάρωintransitive verb (posture for camera) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The photographer asked her subjects to pose. Η φωτογράφος ζήτησε από τα μοντέλα της να ποζάρουν. |
θέτωtransitive verb (ask: a question) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Emily posed the question of why everyone had to obey Paul. Η Έμιλυ έθεσε το ερώτημα γιατί έπρεπε όλοι να υπακούουν στον Πωλ. |
το παίζω κπ/κτ(pretend to be) (αργκό, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Charlie isn't really a pilot; he's just posing as one. Julie posed as her sister Emma to try to get access to Emma's bank accounts. |
προκαλώ, δημιουργώtransitive verb (create, present: a problem) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jan's romantic involvement with her boss is starting to pose a problem in the office. |
στήνωtransitive verb (position for a photograph) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The photographer posed his subjects. |
κάνω μια ερώτησηverbal expression (ask [sth], make an enquiry) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) One of the reporters posed a question about the Prime Minister's reaction to recent events in Spain. |
θέτω το ερώτημαverbal expression (raise an issue) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This defeat poses a question about the team's ability to defend. Μετά από αυτή την ήττα τίθεται το ερώτημα αν η ομάδα είναι ικανή να παίξει άμυνα. |
αποτελώ κίνδυνοverbal expression (be dangerous) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θέτω κπ/κτ σε κίνδυνοverbal expression (endanger) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Neil's reckless behaviour poses a risk to everyone on the team. |
ποζάρωverbal expression (pose) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του posed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του posed
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.