Τι σημαίνει το positive στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης positive στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του positive στο Αγγλικά.

Η λέξη positive στο Αγγλικά σημαίνει θετικός, θετικός, σίγουρος, βέβαιος, θετικός, αισιόδοξος, θετικός, καλός, θετικός, θετικός, θετικό, κατηγορηματικός, σαφής, σίγουρος, βέβαιος, παντελώς, ολωσδιόλου, θετικός, θετικός, θετικός, θετικός, θετικός, εννοείται, θετικό, θετικός, θετικό, οροθετικός, θετική απάντηση, ξεκάθαρη απάντηση, σαφής απάντηση, θετική συσχέτιση, θετική αντίδραση, ενίσχυση, ενδυνάμωση, ενθάρρυνση, θετική πλευρά, θετική σκέψη, θετικής κατεύθυνσης, παραμένω θετικός, βγαίνω θετικός, βγαίνω θετικός για κτ, σκέφτομαι θετικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης positive

θετικός

adjective (affirmative)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Karen has asked Richard to marry her and is hoping for a positive answer.
Η Κάρεν έχει ζητήσει από τον Ρίτσαρντ να την παντρευτεί και ελπίζει σε μια θετική απάντηση.

θετικός

adjective (good, beneficial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There were some problems with Ann's behaviour last term, but I'm pleased to say there have been positive changes this term.
Υπήρχαν κάποια προβλήματα με τη συμπεριφορά της Αν το προηγούμενο τρίμηνο, αλλά είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω πως υπάρχουν θετικές αλλαγές αυτό το τρίμηνο.

σίγουρος, βέβαιος

adjective (certain, sure)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm positive I saw someone run across the garden.
Είμαι σίγουρος πως είδα κάποιον να τρέχει στον κήπο.

θετικός, αισιόδοξος

adjective (attitude: optimistic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Everyone likes Joe, because he's always so positive. A positive attitude isn't a guarantee of success, but it helps.
Όλοι συμπαθούν τον Τζο, γιατί είναι πάντα τόσο θετικός. Η θετική στάση δεν είναι εγγύηση επιτυχίας, αλλά βοηθά.

θετικός, καλός

adjective (favourable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alex's project proposal got a positive reception.
Η πρόταση του Άλεξ για το πρότζεκτ βρήκε θετική ανταπόκριση.

θετικός

adjective (electricity: positively charged)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You need to get the positive terminal and the negative terminal of the battery the right way round, or the device won't work.

θετικός

adjective (greater than zero)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This equation contains positive numbers and negative numbers. After a few days of extreme cold, we should finally see positive temperatures again today.

θετικό

adjective (blood type: rhesus positive)

Alan's blood type is A positive.

κατηγορηματικός, σαφής

adjective (definite, clear)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The company issued a positive denial in respect of the allegations.

σίγουρος, βέβαιος

adjective (beyond doubt)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The police confirmed a positive sighting of the missing man.

παντελώς, ολωσδιόλου

adjective (informal (complete)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bill thinks Shakespeare wrote Pride and Prejudice? The man's a positive idiot!

θετικός

adjective (medical test results)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm sorry, Mrs Smith, your results are positive; you do have MS.

θετικός

adjective (showing progress)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The economy is showing positive signs of recovery.

θετικός

adjective (chemistry)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ions can have a positive or a negative charge.

θετικός

adjective (grammar: base form)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"Good" is a positive adjective.

θετικός

adjective (photography)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Positive images are produced from negatives.

εννοείται

interjection (yes, I'm certain)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Are you sure you saw someone run across the garden?" "Positive!"

θετικό

noun (good attribute)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Marilyn is good with money, so that's a positive.

θετικός

noun (grammar: positive degree)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Today we will be learning about positives, comparatives, and superlatives.

θετικό

noun (photography)

Now you have your negatives, you need to develop them into positives.

οροθετικός

adjective (infected with HIV virus)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θετική απάντηση

noun (yes, affirmation)

ξεκάθαρη απάντηση, σαφής απάντηση

noun (decisive answer)

θετική συσχέτιση

noun (direct agreement or association) (άμεση σύνδεση)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
There is a positive correlation between math abilities and those of learning a foreign language.

θετική αντίδραση

noun (good report, favourable comments)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They gave her some positive feedback on her article but didn't publish it. It's always nice to get positive feedback when you're doing things right.
Είχε μερικές θετικές αντιδράσεις για το άρθρο της, αλλά δεν το εξέδωσαν. Είναι πάντοτε ωραίο να έχεις θετικές αντιδράσεις όταν κάνεις τα πράγματα σωστά.

ενίσχυση, ενδυνάμωση, ενθάρρυνση

noun (encouragement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Positive reinforcement works better than punishment with children.

θετική πλευρά

noun (good point or aspect)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θετική σκέψη

noun (optimistic or cheerful idea)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θετικής κατεύθυνσης

adjective (biology: of DNA) (βιολογία)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

παραμένω θετικός

intransitive verb (keep an optimistic outlook)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

βγαίνω θετικός

(have positive result) (σε εξέταση)

Out of all the patients screened for the virus, only 20% tested positive.

βγαίνω θετικός για κτ

verbal expression (have positive result for a condition) (σε εξέταση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκέφτομαι θετικά

(be optimistic)

You'll do fine on the test. Keep thinking positive!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του positive στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του positive

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.