Τι σημαίνει το pressé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pressé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pressé στο Γαλλικά.

Η λέξη pressé στο Γαλλικά σημαίνει στυμμένος, πιεστήριο, πρέσα, πρέσσα, πρέσα, πρέσσα, αποξηραμένος, βιάζομαι, πιεστήριο, βιαστικός, βιάζομαι, βιάζομαι, βιασύνη, πιεστήριο εκτύπωσης, τυπογραφικό πιεστήριο, ειδησεογραφικά μέσα, πιέζω, στύβω, σφίγγω, πατάω, πιέζω, συμπιέζω, ζαλίζω, πρήζω, πιέζω κτ να βγει από κάπου, επισπεύδω, επιταχύνω, πατάω, πατώ, πιέζω, κάνω κάποιον να βιαστεί, στύβω, στύβω, στείβω, κάνω να βιαστεί, κάνω κπ να βιαστεί, στύβω, στύβω, ζουλάω, ξεζουμίζω, πιέζω, πιέζω, θήκη ρακέτας, σίδερο, αποχυμωτής, πρες παπιέ, πολτοποιητής, πολτοποιητής, στύφτης, αποχυμωτής, λεμονοστίφτης, μαγειρικό σκεύος παρασκευής πουρέ, πρέσα σκόρδου, πρόχειρο, στίφτης, κίτρινος τύπος, Ο χρόνος είναι χρήμα., δεν σε πιέζω, εκπρόσωπος τύπου, press box, απόκομμα από τον τύπο, συνέντευξη τύπου, δελτίο τύπου, χώρος των δημοσιογράφων, ελευθερία του τύπου, χειροκίνητη πρέσα, εφημερίδα που κυκλοφορεί σε όλητην επικράτεια, αίθουσα τύπου, πρακτορείο ειδήσεων, δημοσιογράφος έντυπου τύπου, εμπορικό περιοδικό, κίτρινος τύπος, μέσο μαζικής ενημέρωσης, σχέσεις με τα ΜΜΕ, σχέσεις με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, απόκομμα εφημερίδας, πακέτο συνοδευτικών εγγράφων τύπου, ο χρόνος εξαντλείται, ο χρόνος τελειώνει, ειδησιογραφικό πρακτορείο, εκπρόσωπος τύπου, υπάλληλος που κοιτάζει συχνά το ρολόι του, συσκευή που απομακρύνει τις ζάρες από παντελόνια, θερμή πρέσα, καυτή πρέσα, ζεστή πρέσα, ταμπλόιντ, έτνυπα, δίνω συνέντευξη τύπου, πρόθυμος να κάνει κτ, χειροκίνητη τυπογραφική πρέσα, λεμονοστίφτης, αίθουσα τύπου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pressé

στυμμένος

adjectif (fruits)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ils servent du jus d'orange fraîchement pressé au petit-déjeuner.

πιεστήριο

nom féminin (Imprimerie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les journaux sont produits sur une presse (d'imprimerie).
Οι εφημερίδες τυπώνονται σε πιεστήριο.

πρέσα, πρέσσα

nom féminin (pour vêtements)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y avait une presse à pantalons et un fer à repasser dans la chambre d'hôtel.

πρέσα, πρέσσα

nom féminin (Industrie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
De nombreuses pièces métalliques sont fabriquées avec une presse à découper.

αποξηραμένος

adjectif (fleurs)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
J'ai trouvé quelques fleurs séchées (or: pressées) dans un dictionnaire.

βιάζομαι

adjectif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La nuit commençait à tomber et j'étais pressé de rentrer chez moi.
Σκοτείνιαζε και βιαζόμουν να φτάσω σπίτι.

πιεστήριο

(objet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βιαστικός

adjectif (personne) (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si tu es pressé, des détails importants pourraient t'échapper.

βιάζομαι

adjectif (personne)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ava était pressée car elle voulait arriver au travail à l'heure.

βιάζομαι

adjectif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'éditeur était pressé que le livre soit prêt à temps avant Noël.
Ο εκδότης βιάζονταν να ετοιμάσει εγκαίρως το βιβλίο για την περίοδο πριν από τα Χριστούγεννα.

βιασύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
On est pressé d'arriver à la maison.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πάνω στη φούρια του, ξέχασε τον θερμοσίφωνα αναμμένο.

πιεστήριο εκτύπωσης

(machine à frapper la monnaie) (νομίσματα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La réserve fédérale a fait sortir un peu plus d'argent des presses pour que les taux d'intérêts restent bas.

τυπογραφικό πιεστήριο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ειδησεογραφικά μέσα

Les médias dinformation se doivent d'être impartiaux lorsqu'ils rendent compte des événements se déroulant sur la scène mondiale.

πιέζω

verbe transitif (comprimer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Plus on presse une éponge mouillée, plus il en sort d'eau.
Όσο περισσότερο στύβεις ένα βρεγμένο σφουγγάρι, τόσο περισσότερο νερό θα βγάλει.

στύβω

verbe transitif (fruits) (χυμός από φρούτο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pressez les oranges pour obtenir une boisson excellente pour la santé.
Στύψε τα πορτοκάλια στον αποχυμωτή για να φτιάξεις ένα υγιεινό ρόφημα.

σφίγγω

verbe transitif (dans les bras)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pressa sa fiancée contre son cœur.

πατάω, πιέζω, συμπιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert a pressé la bouteille de ketchup, essayant de faire sortir ce qui en restait.
Ο Ρόμπερτ ζούληξε (or: ζούπηξε) το μπουκάλι της κέτσαπ προσπαθώντας να βγάλει και την τελευταία σταγόνα.

ζαλίζω, πρήζω

verbe transitif (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω κτ να βγει από κάπου

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom pressa le tube de dentifrice pour avoir de quoi se brosser les dents.
Ο Τομ πίεσε το σωληνάριο της οδοντόκρεμας, για να βγει και η ελάχιστη ποσότητα που είχε απομείνει.

επισπεύδω, επιταχύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mère a pressé ses enfants pour qu'ils ne ratent pas le train.

πατάω, πατώ, πιέζω

(la détente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pressez la détente fermement.
Τράβα δυνατά τη σκανδάλη.

κάνω κάποιον να βιαστεί

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Comme c'était l'heure de fermeture, elle a essayé de presser le client.
Προσπάθησε να κάνει τον πελάτη να βιαστεί, καθώς ήταν ώρα κλεισίματος.

στύβω

verbe transitif (λεμόνια, πορτοκάλια κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dana a commencé à presser des fruits et des légumes parce qu'on lui avait dit que c'était bon pour la santé.
Η Ντάνα άρχισε να αποχυμώνει φρούτα και λαχανικά γιατί άκουσε πως είναι υγιεινό.

στύβω, στείβω

verbe transitif (un fruit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
William a pressé les oranges pour faire du jus pour le petit déjeuner.
Ο Γουίλιαμ έστειψε τα πορτοκάλια για να κάνει χυμό για το πρωινό.

κάνω να βιαστεί

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να βιαστεί

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Καλύτερα να κάνεις τον Μάικ να βιαστεί, αλλιώς θα χάσουμε την πτήση μας.

στύβω

verbe transitif (des liquides)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
NEW : Ils ont pressé des oranges pour le jus des enfants.
Έστυψαν τον χυμό από ένα πορτοκάλι για να φτιάξουν ένα ποτό.

στύβω, ζουλάω, ξεζουμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έστυψε και την τελευταία σταγόνα χυμού από το λεμόνι.

πιέζω

(une porte, une voiture,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a fallu pousser la voiture jusqu'au garage le plus proche alors qu'il pleuvait.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πατήστε το κουμπί για να ξεκινήσει το μπλέντερ.

πιέζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θήκη ρακέτας

nom masculin (Tennis)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Une raquette de tennis en bois devrait être gardée dans un presse-raquette.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μου έκανε δώρο μία θήκη ράκετας για τέννις.

σίδερο

nom féminin (μικρό, χειροκίνητο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Une presse à repasser vapeur permet de repasser sans effort.

αποχυμωτής

nom masculin invariable

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mon père fait un jus de fruits frais tous les matins avec le presse-fruits.

πρες παπιέ

nom masculin invariable

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πολτοποιητής

nom masculin invariable

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πολτοποιητής

nom masculin (κουζινικό σκέυος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στύφτης

(électrique)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αποχυμωτής

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Je me suis acheté un nouveau presse-agrumes pour me faire un jus d'orange pressée le matin.

λεμονοστίφτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Passe-moi le presse-citron, il nous faut du jus de citron pour mettre sur nos crêpes.

μαγειρικό σκεύος παρασκευής πουρέ

nom masculin invariable

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je casse toujours les manches de mes presse-purée.

πρέσα σκόρδου

nom masculin invariable (μαγειρική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρόχειρο

nom masculin invariable (Informatique) (πληροφορική: Η/Υ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Copiez le texte sélectionné vers le presse-papiers avec le raccourci clavier «Ctrl+C».
Αντίγραψε το επιλεγμένο κείμενο στο πρόχειρο με τα πλήκτρα «Ctrl» και «C».

στίφτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κίτρινος τύπος

(μεταφορικά)

Ο χρόνος είναι χρήμα.

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν σε πιέζω

(familier, ironique)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκπρόσωπος τύπου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
L'attaché de presse de l'acteur a publié une déclaration.

press box

nom féminin (ζαργκόν: χώρος δημοσιογράφων)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Pour garantir un environnement de travail professionnel, les membres de la famille et les invités ne sont pas autorisés dans la tribune de presse.

απόκομμα από τον τύπο

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Norma collectionne les coupures de presse sur la carrière professionnelle de foot de son fils.

συνέντευξη τύπου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Le sénateur a répondu à 28 questions pendant la conférence de presse de ce matin.

δελτίο τύπου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Jenkins a autorisé un communiqué de presse qui niait la validité des rumeurs.
Ο Τζένκινς ενέκρινε ένα δελτίο τύπου, όπου αρνήθηκε την εγκυρότητα των διαδόσεων.

χώρος των δημοσιογράφων

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les journalistes ont réclamé leurs sièges dans l'espace presse.

ελευθερία του τύπου

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χειροκίνητη πρέσα

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εφημερίδα που κυκλοφορεί σε όλητην επικράτεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le crime était si horrible qu'il est paru dans la presse nationale.

αίθουσα τύπου

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La salle de presse fourmille de journalistes aujourd'hui.

πρακτορείο ειδήσεων

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Reuters est une agence de presse internationale très connue.

δημοσιογράφος έντυπου τύπου

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les journalistes de presse écrite sont presque une espèce en voie de disparition à cause d'Internet.
Οι δημοσιογράφοι του έντυπου τύπου είναι πλέον είδος προς εξαφάνιση εξαιτίας του διαδικτύου.

εμπορικό περιοδικό

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κίτρινος τύπος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La presse à scandale est obsédée par les ragots sur les people.

μέσο μαζικής ενημέρωσης

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχέσεις με τα ΜΜΕ, σχέσεις με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης

nom féminin pluriel

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απόκομμα εφημερίδας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πακέτο συνοδευτικών εγγράφων τύπου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ο χρόνος εξαντλείται, ο χρόνος τελειώνει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ειδησιογραφικό πρακτορείο

εκπρόσωπος τύπου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

υπάλληλος που κοιτάζει συχνά το ρολόι του

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

συσκευή που απομακρύνει τις ζάρες από παντελόνια

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

θερμή πρέσα, καυτή πρέσα, ζεστή πρέσα

nom féminin

ταμπλόιντ

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

έτνυπα

δίνω συνέντευξη τύπου

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le sénateur a tenu une conférence de presse pour expliquer sa nouvelle proposition.

πρόθυμος να κάνει κτ

(συνήθως για καθήκον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai hâte de vous montrer ma nouvelle maison.

χειροκίνητη τυπογραφική πρέσα

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λεμονοστίφτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αίθουσα τύπου

nom féminin (Journalisme)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pressé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του pressé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.