Τι σημαίνει το prevailing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης prevailing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prevailing στο Αγγλικά.

Η λέξη prevailing στο Αγγλικά σημαίνει κύριος, κυρίαρχος, επικρατέστερος, επικρατώ, κυριαρχώ, επικρατώ, επικρατώ, επιβάλλομαι σε κπ για να κάνει κτ, επικρατώ, επικρατώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης prevailing

κύριος

adjective (most frequent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The prevailing wind is from the north, making this a cold spot.

κυρίαρχος, επικρατέστερος

adjective (dominant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The prevailing opinion is that the two countries need to make peace.

επικρατώ, κυριαρχώ

intransitive verb (be predominant)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The customs that prevail in that country seem very strange to foreigners.
Οι παραδόσεις που επικρατούν σε εκείνη τη χώρα φαντάζουν πολύ περίεργες στους ξένους.

επικρατώ

(triumph over, be greater than) (με γενική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The center-right party prevailed over the Socialists in the latest elections.
Το κεντροδεξιό κόμμα επικράτησε των Σοσιαλιστών στις τελευταίες εκλογές.

επικρατώ

(win over other options) (με γενική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maggie and Linda couldn't decide what car to buy, but finally, the Audi prevailed over the Renault.
Η Μάγκυ και η Λίντα δεν μπορούσαν να αποφασίσουν τι αυτοκίνητο να αγοράσουν, αλλά τελικά το Audi επικράτησε του Renault.

επιβάλλομαι σε κπ για να κάνει κτ

verbal expression (persuade: [sb] to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He prevailed on the jury to hear of his innocence, but they labelled him guilty anyway.
Προσπάθησε να επιβάλλει την αθωότητά του στους ενόρκους, αλλά τον έβγαλαν ένοχο ούτως ή άλλως.

επικρατώ

intransitive verb (sport: win)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It was a hard fought match, but the home team prevailed in the end.

επικρατώ

intransitive verb (win)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
William and Polly debated the point for hours, but in the end, it was Polly's opinion that prevailed.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prevailing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.