Τι σημαίνει το common στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης common στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του common στο Αγγλικά.
Η λέξη common στο Αγγλικά σημαίνει συνηθισμένος, κοινός, κοινός, κοινός, άξεστος, άκομψος, κοινός, απλός, κοινός, μέσος, διαδεδομένος, κοινός, απλός, πάρκο, δικαίωμα, τραπεζαρία, φαγητό, γεύμα, με κοινή αποδοχή, Κοινή Χρονολογία, κοινή συμφωνία, κοινή καταγωγή, κοινή καταγωγή, κοινή πεποίθηση, κοινή άποψη, κοινός δεσμός, κοινή μεταφορά, μεταφορική εταιρεία, κοινό κρυολόγημα, στοιχειώδης ευγένεια, κοινός παρονομαστής, κοινός παρονομαστής, κοινός άνηθος, κοινός εχθρός, Κοινή Χρονολογία, Κοινή Εποχή, κοινό όφελος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κοινό έδαφος, γνωστό τοις πάσι, κοινό δίκαιο, παγοβούτι, κοινός θνητός, κοινή θνητή, απλός πολίτης, άνθρωπος του λαού, ιαμβικό μέτρο, κοινό ουσιαστικό, επικρατούσα άποψη, συνιδιοκτησία, απλός λαός, εργατική τάξη, κοινή έκφραση, κοινή πρακτική, αίθουσα κοινής χρήσης, γνωμικό, κοινός νους, συχνή αιτία, κοινή αιτία, κοινή προέλευση, που δεν είναι ράτσας, λαΐκός τύπος ανθρώπου, μετοχή, κοινός όρος, κοινός όρος, κοινό στοιχείο, κοινό γνώρισμα, επαφή με το λαό, συμφωνία, συνήθης ερμηνεία, απλή πολίτης, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ντε φάκτο σύζυγος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κοινός, συνήθης, δεν έχω πολλά κοινά, δεν έχω κανένα κοινό, δεν έχω τίποτα κοινό, έχω κοινά, κοινός, ελάχιστος κοινός παρονομαστής, χαμηλότερος κοινός παρονομαστής, ελάχιστος κοινός παρονομαστής, χαμηλότερος κοινός παρονομαστής, απλός άνθρωπος, ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο, συνεργάζομαι με κπ, συνασπίζομαι με κπ, µολόχα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης common
συνηθισμένοςadjective (frequent) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Crime is a common occurrence in big cities. Το έγκλημα είναι σύνηθες φαινόμενο στις πόλεις. |
κοινόςadjective (joint) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Our houses share a common fence. Τα σπίτια μας έχουν κοινό φράχτη. |
κοινόςadjective (ordinary) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There is no cure for the common cold. Δεν υπάρχει καμία θεραπεία για το κοινό κρυολόγημα. |
κοινόςadjective (public) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The government works for the common good. Η κυβέρνηση εργάζεται για το δημόσιο συμφέρον. |
άξεστος, άκομψοςadjective (vulgar) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Such common behaviour is to be expected of one with no education. Τέτοια άξεστη συμπεριφορά είναι αναμενόμενη από κάποιον που δεν έχει καμία παιδεία. |
κοινόςadjective (mediocre) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This cup is made from common plastic. |
απλός, κοινός, μέσοςadjective (inferior) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It's just a common item, with nothing special about it. |
διαδεδομένοςadjective (widespread) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) That opinion is quite common in this part of the world. |
κοινόςadjective (notorious) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The police treated me like a common criminal. |
απλόςadjective (without rank) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He is just a common worker - not the boss. |
πάρκοnoun (tract of land) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We ate lunch on the common. |
δικαίωμαnoun (law: right) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) All villagers have common of fishing in these waters. |
τραπεζαρίαnoun (large dining room) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The students ate in commons every night. |
φαγητό, γεύμαnoun (food served communally) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We have to be in the dining room at five o'clock for commons. |
με κοινή αποδοχήadverb (with everyone's agreement) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Κοινή Χρονολογίαnoun (written, abbreviation (Common Era) (σπάνιο: αντί του μετά Χριστόν) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Alfred the Great reigned from 871 to 899 CE. |
κοινή συμφωνίαnoun (shared agreement) |
κοινή καταγωγήnoun (shared family history) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My friend and I always thought it was strange how we looked so alike until we discovered we shared a common ancestry. |
κοινή καταγωγήnoun (species: shared descent) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Apes and humans share a common ancestry. |
κοινή πεποίθησηnoun (idea: popular) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It is a common belief that education will improve your employment prospects. |
κοινή άποψηnoun (opinion: shared) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It means a lot to both of us that, over the years, we continue to share many common beliefs. |
κοινός δεσμόςnoun ([sth] shared, unifying) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) My common bond with him is that we grew up in the same neighborhood. |
κοινή μεταφοράnoun (aviation: public) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μεταφορική εταιρείαnoun (company providing freight service) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) That company is a common carrier both in California and Nevada. |
κοινό κρυολόγημαnoun (cold virus) (ιός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There's no cure for the common cold. |
στοιχειώδης ευγένειαnoun (politeness, manners) |
κοινός παρονομαστήςnoun (fractions: shared quantity) (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κοινός παρονομαστήςnoun (figurative (shared feature) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Though the sisters were different in almost every way, one common denominator was their love of horses. |
κοινός άνηθοςnoun (strongly-flavored herb) The common dill weed is the source of both dill seed and dill weed. |
κοινός εχθρόςnoun (shared adversary) A traditional political move is to unite the people by creating a common enemy. |
Κοινή Χρονολογία, Κοινή Εποχήadverb (anno domini) |
κοινό όφελοςnoun (benefit of everyone) (το καλό όλων) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Being honest with each other is for the common good. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (large blackbird) The common grackle is a pest at my bird feeders, but its iridescent purple head is handsome. |
κοινό έδαφοςnoun (shared interests) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We started dating because we had a lot of common ground in our likes and dislikes. |
γνωστό τοις πάσιnoun ([sth] that most people know) (λόγιο: είναι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It was common knowledge among the staff that Bill had a drinking problem. Though Galileo was persecuted for saying this in the 17th century, it is now common knowledge that the earth orbits the sun. Όλοι στην εταιρεία γνώριζαν ότι ο Μπιλ αντιμετώπιζε πρόβλημα αλκοολισμού. |
κοινό δίκαιοnoun (legal system: custom) |
παγοβούτιnoun (US (aquatic bird) (είδος πτηνού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The common loon makes a mournful sound which echoes through the night. |
κοινός θνητός, κοινή θνητήnoun (ordinary citizen, lay person) (μεταφορικά) The political parties are all trying to appeal to the common man. |
απλός πολίτης, άνθρωπος του λαούnoun (male commoner, without title) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) If a common man married the daughter of a nobleman, she would lose her title. |
ιαμβικό μέτροnoun (poetry, verse: iambic meter) |
κοινό ουσιαστικόnoun (generic name) |
επικρατούσα άποψηnoun (general belief, consensus view) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνιδιοκτησίαnoun (owning [sth] jointly) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The condominium owners have common ownership of the public areas. |
απλός λαόςplural noun (ordinary folk) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They don't stand out for any particular reason; they're just common people. |
εργατική τάξηplural noun (working classes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) God must have loved the common people, he made so many of them. A. Lincoln |
κοινή έκφρασηnoun (much-used expression) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It takes awhile to learn the common phrases in a foreign language. |
κοινή πρακτικήnoun ([sth] customary, [sth] often done) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It is common practice to speak softly in a library. It's common practice to shake hands in business affairs. |
αίθουσα κοινής χρήσηςnoun (recreation area for students, etc.) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γνωμικόnoun (much-used expression or proverb) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) When I use a common saying it's folk wisdom, and when you use it, it's called a cliché. |
κοινός νουςnoun (practical thinking) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) He's an educated man, but he doesn't have much common sense. Είναι σπουδασμένος, αλλά δεν έχει και πολλή κοινή λογική. |
συχνή αιτία, κοινή αιτίαnoun (reason: frequent) Poorly built homes are a common source of law suits. The Internet is now a common source of information. Τα κακοκατασκευασμένα σπίτια αποτελούν συχνή αιτία για αγωγές. |
κοινή προέλευσηnoun (origin: shared) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) All Indo-European languages are thought to come from a common source. |
που δεν είναι ράτσαςnoun (animal: not purebred) (ζώα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Breeding the common stock with purebreds improves the quality of the herd. |
λαΐκός τύπος ανθρώπουnoun (pejorative (person: working class) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) They're not in our class, dear. They come from common stock. |
μετοχήnoun (finance: share) (χρηματοοικονομικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The company issues two classes of equity: common stock and preferred stock. |
κοινός όροςnoun (everyday word for [sth]) |
κοινός όροςnoun (mathematics: shared item) |
κοινό στοιχείο, κοινό γνώρισμαnoun (figurative ([sth] consistent or shared) |
επαφή με το λαόnoun (affinity with ordinary people) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμφωνίαnoun (mutual agreement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We have reached a common understanding. |
συνήθης ερμηνείαnoun (usual interpretation (of [sth])) (ενός όρου, μιας λέξης) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The common understanding of the word "silent" is no noise whatsoever. |
απλή πολίτηςnoun (female commoner, without title) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun as adjective (marriage: informal) |
ντε φάκτο σύζυγοςnoun (man in informal marriage) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (partnership: not formalized) When a common-law marriage exists, the spouses receive the same legal treatment given to legally married couples. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (woman in informal marriage) John had more than one common-law wife, though he was never married. |
κοινός, συνήθηςadjective (figurative (common, unexceptional) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεν έχω πολλά κοινάverbal expression (have few similarities or shared interests) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The rich have little in common with the poor. |
δεν έχω κανένα κοινό, δεν έχω τίποτα κοινόverbal expression (have no similarities or shared interests) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) At first glance she seems to have nothing in common with her boyfriend. |
έχω κοινάverbal expression (have similarities or shared interests) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Luckily, they get on well as they have so many things in common. |
κοινόςadverb (shared, mutually) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My best friend and I get on well because we have so many things in common. Η καλύτερή μου φίλη και εγώ τα πάμε πολύ καλά γιατί έχουμε πολλά κοινά. |
ελάχιστος κοινός παρονομαστήςnoun (lowest shared multiple) (μαθηματικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The least common denominator of the two fractions 1/6 and 1/4 is 12. |
χαμηλότερος κοινός παρονομαστήςnoun (mathematics: lowest common denominator) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελάχιστος κοινός παρονομαστήςnoun (least shared multiple) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
χαμηλότερος κοινός παρονομαστής, απλός άνθρωποςnoun (figurative (people: least enlightened) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The movie was crude and superficial, appealing to the lowest common denominator. |
ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιοnoun (smallest number divisible into another) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
συνεργάζομαι με κπ, συνασπίζομαι με κπverbal expression (join forces) The union made common cause with the government in an effort to keep the factory from leaving town. |
µολόχαnoun (plant: species of mallow) (φυτολογία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του common στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του common
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.