Τι σημαίνει το pretty στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pretty στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pretty στο Αγγλικά.

Η λέξη pretty στο Αγγλικά σημαίνει ωραίος, όμορφος, ωραίος, όμορφος, αρκετά, ωραίος, όμορφος, τέλεια, υπέροχα, άψογα, δύσκολη κατάσταση, κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής μου, κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια, όμορφη σαν ζωγραφιά, αρκετά καλός, αρκετά δύσκολος, δύσκολα, επίπονα, βασανιστικά, σοβαρά, αρκετά σθεναρός, στιβαρός, στέρεος, κυρίως, πάνω-κάτω ίδιος, πάνω-κάτω ο ίδιος, αρκετά κοντινός, αρκετά κοντά, σε παρακαλώ, πολύ σύντομα, ομορφαίνω, διακοσμώ, στολίζω, αρκετά καλά, σχεδόν τελείως, σε πλεονεκτική θέση, ευκατάστατος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pretty

ωραίος, όμορφος

adjective ([sb]: beautiful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Your daughter is so pretty in that dress.
Η κόρη σου είναι πολύ χαριτωμένη με αυτό το φόρεμα.

ωραίος, όμορφος

adjective (thing: attractive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That is a pretty photo of the lake at sunset.
Αυτή είναι μια ωραία φωτογραφία της λίμνης το ηλιοβασίλεμα.

αρκετά

adverb (informal (moderately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It is pretty expensive, but I'm still going to buy it.
Είναι αρκετά ακριβό, αλλά παρόλα αυτά θα το αγοράσω.

ωραίος, όμορφος

adjective (figurative ([sth] said: beautiful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Thank you for saying that. That was so pretty.

τέλεια, υπέροχα, άψογα

adjective (US, ironic (ironic: grand!) (ειρωνικό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Oh, pretty! She spilled her breakfast all over the floor.

δύσκολη κατάσταση

noun (figurative, informal (difficult situation)

κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής μου, κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια

verbal expression (informal, figurative (be expensive) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I bet that dress cost a pretty penny.
Στοιχηματίζω ότι αυτό το φόρεμα κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια.

όμορφη σαν ζωγραφιά

adjective (girl: sweetly attractive) (μόνο θηλυκό)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Sophie looks as pretty as a picture in her new dress.

αρκετά καλός

adjective (informal (reasonable, OK)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Her English isn't perfect yet, but it's pretty good.

αρκετά δύσκολος

adjective (informal (quite difficult)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wow! that test was pretty hard.
Όπα, το τεστ ήταν αρκετά δύσκολο.

δύσκολα, επίπονα, βασανιστικά, σοβαρά

adverb (informal (severely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The car was hit pretty hard in the accident.
Το αυτοκίνητο χτυπήθηκε σοβαρά στο ατύχημα.

αρκετά σθεναρός, στιβαρός, στέρεος

adjective (informal (quite firm or solid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That type of wood's pretty hard.

κυρίως

adverb (informal (mostly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When you visit the South, you'll pretty much eat only fried food.
Όταν επισκεφτείς τον Νότο, θα τρως κυρίως τηγανητά φαγητά.

πάνω-κάτω ίδιος

adjective (informal (very similar)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
It hardly matters which candidate you vote for; they're all pretty much the same.

πάνω-κάτω ο ίδιος

adverb (unchanged from earlier)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The state of the patient's health has stayed pretty much the same.

αρκετά κοντινός

adjective (informal (quite close)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρκετά κοντά

adverb (US, informal (quite close)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
They pretty near demolished the other team.

σε παρακαλώ

expression (informal (used to beg or cajole) (ικετευτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mommy, can I have two pieces of candy? Pretty please!

πολύ σύντομα

adverb (in the near future)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Pretty soon, the days will be long and hot.

ομορφαίνω, διακοσμώ, στολίζω

transitive verb (informal (adorn, embellish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Your first draft isn't bad, but I think we can pretty it up a bit more.

αρκετά καλά

adverb (informal (quite successfully)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I think that went pretty well. We worked pretty well together.
Δουλέψαμε αρκετά καλά μαζί.

σχεδόν τελείως

adverb (informal (almost completely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He pretty well won the game single-handedly.

σε πλεονεκτική θέση

adjective (informal (in an advantageous position)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευκατάστατος

adjective (informal (well off)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her business is turning a good profit, so Sandra is sitting pretty.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pretty στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pretty

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.