Τι σημαίνει το procurar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης procurar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του procurar στο πορτογαλικά.

Η λέξη procurar στο πορτογαλικά σημαίνει αναζητώ, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, αναζητάω, αναζητώ, ψάχνω, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, αναζητώ, αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώ, βρίσκω, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, βρίσκω, ψάχνω σε κτ, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω ανάμεσα σε, ψάχνω, χαζεύω, ψάχνω, αναζητώ, αναζητώ, ψάχνω, ψαρεύω, αναζητώ, ψάχνω, κυνηγάω, κυνηγώ, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, επιδιώκω, επιζητώ, σκαλίζω για κτ, ψάχνω, ερευνώ, σκαλίζω για να βρω κτ, ψάχνω, χτενίζω, ζητάω, ζητώ, αναζητώ τροφή, συλλέγω τροφή, βρίσκω καταφύγιο, τέρμα το ψάξιμο, ψάχνω βελόνα στα άχυρα, εξοντώνω, στρέφομαι σε κπ για βοήθεια, διυλίζω τον κώνωπα, ψειρίζω, τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντού, ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο, ψάχνω μέσα σε, αναζητώ σε, ψάχνω, βρίσκω καταφύγιο, επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύση, αναζητώ καταφύγιο/προστασία, ζητώ εκδίκηση, αναζητώ, ψάχνω, γυρεύω, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, εντοπίσω την προέλευση, κυνηγάω, κυνηγώ, πάω γυρεύοντας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης procurar

αναζητώ, ψάχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψάχνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu tenho procurado em todo lugar, mas não consigo achar meus óculos de leitura.
Έχω ψάξει παντού, αλλά δεν βρίσκω τα γυαλιά της πρεσβυωπίας μου.

ψάχνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O tempo voava e Audrey ainda não tinha achado seus óculos, então ela começou a procura desesperadamente.

αναζητάω, αναζητώ, ψάχνω

verbo transitivo (buscar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O detetive está procurando algumas pistas do crime.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτό το βιβλίο το γύρευα καιρό.

ψάχνω, αναζητώ

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estamos procurando formas de aumentar nossa efetividade.
Ψάχνουμε τρόπους να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητά μας.

ψάχνω, αναζητώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Algumas pessoas procuram por amor na internet. Eu procurei por você, mas não consegui encontrar.
Μερικοί άνθρωποι ψάχνουν την αγάπη στο ίντερνετ. Σε αναζήτησα, αλλά δεν μπόρεσα να σε βρω.

αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Depois de mudar para uma nova cidade, ela decidiu procurar pessoas de mentalidade semelhante.
Όταν μετακόμισε σε καινούρια πόλη αποφάσισε να αναζητήσει ομοϊδεάτες της.

βρίσκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele está procurando por suas chaves.
Ψάχνει τα κλειδιά του.

ψάχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan chegou atrasado no trabalho porque teve que procurar suas chaves.
Ο Νταν άργησε να πάει στη δουλειά επειδή έπρεπε να ψάξει τα κλειδιά του.

ψάχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψάχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se não entendo uma palavra, procuro por ela no dicionário.
Αν δεν καταλάβω μια λέξη, την ψάχνω στο λεξικό.

ψάχνω, βρίσκω

verbo transitivo (tentar contatar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Procure por mim na próxima vez que você estiver na cidade.
Πάρε με την επόμενη φορά που θα βρίσκεσαι στην πόλη.

ψάχνω σε κτ

Eu procurei em todos os meus cadernos de rascunho tentando encontrar meu desenho favorito de um carvalho.
Έψαξα σε όλα τα μπλοκ ζωγραφικής προσπαθώντας να βρω το αγαπημένο μου σχέδιο με τη βελανιδιά.

ψάχνω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Richard estava procurando por um emprego na fábrica local.

ψάχνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os detetives procuraram por dias, mas não conseguiram encontrar nenhuma evidência.
Οι αστυνομικοί έψαχναν για μέρες, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν αποδείξεις.

ψάχνω ανάμεσα σε

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψάχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele é muito... ah, qual palavra estou procurando?
Είναι πολύ...αχ, ποια είναι η λέξη που ψάχνω;

χαζεύω

expressão (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah passou a tarde olhando as lojas locais.
Η Σάρα πέρασε το απόγευμά της χαζεύοντας στα καταστήματα της περιοχής.

ψάχνω, αναζητώ

verbo transitivo (na Internet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele procurou a resposta on-line.
Έκανε αναζήτηση για να βρει την απάντηση στο διαδίκτυο.

αναζητώ, ψάχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψαρεύω

verbo transitivo (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela está procurando elogios. Apenas a ignore.

αναζητώ, ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κυνηγάω, κυνηγώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O jovem ator almejava fama, apesar de suas reclamações quanto à intrusão da mídia.
Η νεαρή ηθοποιός κυνηγούσε τη δόξα, παρόλο που παραπονιόταν για την εισβολή των ΜΜΕ στη ζωή της.

ψάχνω

(figurado, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Procurando seu batom, ela fuçou na bolsa.
Έψαχνε στην τσάντα της, αναζητώντας το κραγιόν της.

αναζητώ, ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A agência de recrutamento está prospectando novos talentos.

επιδιώκω, επιζητώ

(προσπαθώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκαλίζω για κτ

(figurado, informal) (μεταφορικά, καθομ)

ψάχνω, ερευνώ

verbo transitivo (olhar em, examinar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A polícia vasculhou (or: procurou no) o prédio, mas não havia nenhum sinal do sequestrador.
Η αστυνομία έψαξε το κτίριο, αλλά δεν υπήρχαν ίχνη του απαγωγέα.

σκαλίζω για να βρω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψάχνω

verbo transitivo (esforçar-se por descobrir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Procure e você achará!
Όποιος ψάχνει, βρίσκει!

χτενίζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles estão procurando por toda a região em busca de pistas.

ζητάω, ζητώ

verbo transitivo (requerer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pedimos conselhos dos professores sábios.

αναζητώ τροφή, συλλέγω τροφή

(procurar comida)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βρίσκω καταφύγιο

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τέρμα το ψάξιμο

expressão

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ψάχνω βελόνα στα άχυρα

expressão verbal (inf., procurar em vão por algo) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξοντώνω

expressão verbal (militar) (στρατιωτικό: εχθρός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στρέφομαι σε κπ για βοήθεια

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διυλίζω τον κώνωπα

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψειρίζω

locução verbal (figurado) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντού

locução verbal (procurar, buscar em todo lugar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψάχνω μέσα σε, αναζητώ σε

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκω καταφύγιο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναζητώ καταφύγιο/προστασία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η καταιγίδα ανάγκασε τους πεζοπόρους να αναζητήσουν καταφύγιο στη σπηλιά. Το μοναχικό παιδί αναζήτησε καταφύγιο στα βιβλία.

ζητώ εκδίκηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναζητώ, ψάχνω, γυρεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψάχνω, αναζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψάχνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se você não sabe quem foi Ada Lovelace, procure por ela on-line.
Ψάξε την στο διαδίκτυο αν δεν ξέρεις ποια ήταν η Άντα Λάβλεϊς.

εντοπίσω την προέλευση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Οι ρίζες του Χαλοουίν εντοπίζονται στους Κέλτες.

κυνηγάω, κυνηγώ

expressão verbal (abrev, gíria) (μτφ: κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πάω γυρεύοντας

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não faria isso se fosse você! Você está procurando confusão.
Δεν θα το έκανα εάν ήμουν στη θέση σου. Πας γυρεύοντας!

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του procurar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.