Τι σημαίνει το buscar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης buscar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του buscar στο πορτογαλικά.

Η λέξη buscar στο πορτογαλικά σημαίνει πάω να φέρω κπ/κτ, φέρνω πίσω, παίρνω, αναζητώ, ψάχνω, επιδιώκω, επιζητώ, πηγαίνω να φέρω, αναζητώ, ψάχνω, ψάχνω, παίρνω, επιδιώκω, επιζητώ, στοχεύω σε κτ, χτενίζω, θέλω να ακολουθήσω, επιδιώκω να ακολουθήσω, παίρνω, ασχολούμαι με κτ, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, καλοπιάνω, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, αναζητώ, αναζητώ, ψάχνω, ψαρεύω, καλώ, φωνάζω, φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης, επεκτείνω την έρευνα, διυλίζω τον κώνωπα, παίρνω, προσφεύγω στη δικαιοσύνη, επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύση, αναζητώ καταφύγιο/προστασία, ζητώ εκδίκηση, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω ανάμεσα σε, καταφεύγω σε κπ/κτ, στρέφομαι σε κπ/κτ, πιάνω, στέλνω κπ για κτ, στέλνω κπ να φέρει κτ, παίρνω, παραγγέλνω, αναζήτηση σπιτιού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης buscar

πάω να φέρω κπ/κτ

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φέρνω πίσω

verbo transitivo

Bill jogou o galho e o cachorro buscou.
Ο Μπιλ πέταξε το κλαδί και το σκυλί το έφερε πίσω.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vou buscar as crianças na escola hoje.
Θα πάρω τα παιδιά από το σχολείο με το αυτοκίνητο.

αναζητώ, ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιδιώκω, επιζητώ

(procurar obter)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela busca fama e fortuna.
Επιδιώκει να έχει δόξα και να κάνει περιουσία.

πηγαίνω να φέρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por que você e Phil não buscam cerveja?
Γιατί δεν πάτε να φέρετε λίγη μπύρα με τον Φιλ;

αναζητώ, ψάχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A lenda conta como o rei Arthur e os cavaleiros buscaram o Cálice Sagrado.
Ο μύθος περιγράφει πώς οι ιππότες του βασιλιά Αρθούρου αναζητούσαν (or: έψαχναν) το Άγιο Δισκοπότηρο.

ψάχνω

(σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ronald curte buscar na internet por artigos científicos em seu tempo livre.
Στον Ρόναλντ αρέσει να ψάχνει στο διαδίκτυο για επιστημονικά άρθρα στον ελεύθερο χρόνο του.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu busco as crianças na casa do pai delas às 5 da tarde no domingo.
Την Κυριακή παίρνω τα παιδιά από τον πατέρα τους στις 5 το απόγευμα.

επιδιώκω, επιζητώ

(προσπαθώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στοχεύω σε κτ

verbo transitivo

Mark está buscando um mestrado em ciência.
Τώρα ο Μαρκ στοχεύει να πάρει Μάστερ.

χτενίζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles estão procurando por toda a região em busca de pistas.

θέλω να ακολουθήσω, επιδιώκω να ακολουθήσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Melanie está seguindo uma carreira em medicina.
Η Μέλανι θέλει να ακολουθήσει καριέρα στην ιατρική.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode pegar minha receita quando passar pela farmácia?
Θα μπορούσες να πάρεις τα φάρμακά μου καθώς περνάς από το φαρμακείο;

ασχολούμαι με κτ

Jamies está seguindo seus estudos em literatura comparada.
Ο Τζέιμς ασχολείται με τις σπουδές του στην συγκριτική λογοτεχνία.

ψάχνω

(figurado, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Procurando seu batom, ela fuçou na bolsa.
Έψαχνε στην τσάντα της, αναζητώντας το κραγιόν της.

αναζητώ, ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A agência de recrutamento está prospectando novos talentos.

καλοπιάνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O governo cortejou o favor dos grupos religiosos.

ψάχνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os detetives procuraram por dias, mas não conseguiram encontrar nenhuma evidência.
Οι αστυνομικοί έψαχναν για μέρες, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν αποδείξεις.

ψάχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele é muito... ah, qual palavra estou procurando?
Είναι πολύ...αχ, ποια είναι η λέξη που ψάχνω;

ψάχνω, αναζητώ

verbo transitivo (na Internet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele procurou a resposta on-line.
Έκανε αναζήτηση για να βρει την απάντηση στο διαδίκτυο.

αναζητώ, ψάχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψαρεύω

verbo transitivo (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela está procurando elogios. Apenas a ignore.

καλώ, φωνάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης

(informática, internet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επεκτείνω την έρευνα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διυλίζω τον κώνωπα

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian foi buscar a correspondência.
Ο Μπράιαν πήγε να φέρει την αλληλογραφία.

προσφεύγω στη δικαιοσύνη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναζητώ καταφύγιο/προστασία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η καταιγίδα ανάγκασε τους πεζοπόρους να αναζητήσουν καταφύγιο στη σπηλιά. Το μοναχικό παιδί αναζήτησε καταφύγιο στα βιβλία.

ζητώ εκδίκηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψάχνω, αναζητώ

verbo transitivo (procurar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έψαχνα τα κλειδιά αλλά δεν τα βρήκα. Οι ντετέκτιβ αναζητούσαν (or: έψαχναν) το στοιχείο που τελικά θα έλυνε το έγκλημα.

ψάχνω ανάμεσα σε

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταφεύγω σε κπ/κτ, στρέφομαι σε κπ/κτ

expressão verbal

As crianças buscam orientação dos seus pais.
Τα παιδιά καταφεύγουν στους γονείς τους για καθοδήγηση.

πιάνω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim treinou o cachorro para ir buscar uma bola.
Ο Τιμ εκπαίδευσε τον σκύλο να πιάνει την μπάλα.

στέλνω κπ για κτ, στέλνω κπ να φέρει κτ

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarah foi buscar seu amigo no aeroporto.
Η Σάρα παρέλαβε τον φίλο της από το αεροδρόμιο.

παραγγέλνω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναζήτηση σπιτιού

locução verbal

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του buscar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.