Τι σημαίνει το promessa στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης promessa στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του promessa στο πορτογαλικά.

Η λέξη promessa στο πορτογαλικά σημαίνει υπόσχεση, υπόσχεση, -, προοπτική, ελπίδα, υπόσχεση, ενέχυρο, όρκος, δείγμα, δέσμευση, διαβεβαίωση, πίστη, αφοσίωση, δεν κρατάω την υπόσχεσή μου, απαλλάσσω, αποδεσμεύω, κρατάω την υπόσχεση μου, κρατάω το λόγο μου, αθετώ υπόσχεση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης promessa

υπόσχεση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Até onde sei, a promessa de Helen é toda a garantia que preciso.
Για μένα, η υπόσχεση της Έλεν μου φτάνει για να είμαι βέβαιος ότι θα το κάνει.

υπόσχεση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A promessa de Steve de que ele me amaria para sempre acabou se mostrando uma mentira.
Η υπόσχεση του Στιβ ότι θα με αγαπάει για πάντα αποδείχθηκε ψέμα.

-

substantivo feminino (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A garota quieta ali promete. Com um pouco de direcionamento, acho que ela vai se sair bem.
Εκείνο το ήσυχο κοριτσάκι δείχνει πολλά υποχόμενο. Πιστεύω πως με λίγη καθοδήγηση θα τα πάει καλά.

προοπτική

substantivo feminino (possibilidade) (για κτ ή με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A promessa de mais oportunidades levou muitas pessoas para a Califórnia.
Η προοπτική για καλύτερες ευκαιρίες τράβηξε πολύ κόσμο στην Καλιφόρνια.

ελπίδα

substantivo feminino (talento) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A última promessa do time é um atacante italiano de vinte anos.
Το τελευταίο πολλά υποσχόμενο απόκτημα της ομάδας, είναι ένας εικοσάχρονος Ιταλός επιθετικός.

υπόσχεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan cumpriu a promessa de ser mais solícito com seus pais.
Ο Νταν κράτησε την υπόσχεσή του να βοηθάει περισσότερο τους γονείς του.

ενέχυρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Percebendo que ele tinha esquecido sua carteira, Sean deixou seu relógio como uma promessa de que ele voltaria para pagar.
Όταν αντιλήφθηκε ότι είχε ξεχάσει το πορτοφόλι του, ο Σον άφησε το ρολόι του σαν εγγύηση ότι θα γυρνούσε να πληρώσει.

όρκος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O médico fez um juramento quando encerrou seus estudos.
Ο γιατρός έδωσε έναν όρκο όταν τελείωσε την εκπαίδευσή του.

δείγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Rachel deu a Carl um medalhão como prova do amor dela.
Η Ρέιτσελ έδωσε στον Καρλ ένα μενταγιόν ως ένδειξη της αγάπης της.

δέσμευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο χτίστης έδωσε τον λόγο του ότι θα έχει τελειώσει το έργο μέχρι το τέλος του μήνα.

διαβεβαίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A garantia do senador de que a voz de cada cidadão seria ouvida tornou-o popular entre os constituintes.
Οι διαβεβαιώσεις του γερουσιαστή πως η φωνή κάθε πολίτη θα ακουγόταν τον έκανε δημοφιλή στους ψηφοφόρους του.

πίστη, αφοσίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεν κρατάω την υπόσχεσή μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Não acredito que você, meu próprio irmão, vai voltar atrás na promessa de me emprestar dinheiro.

απαλλάσσω, αποδεσμεύω

expressão (από υπόσχεση, υποχρέωση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρατάω την υπόσχεση μου, κρατάω το λόγο μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αθετώ υπόσχεση

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kyle deveria nos levar para a festa, mas ele quebrou a promessa.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του promessa στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.