Τι σημαίνει το prometer στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης prometer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prometer στο πορτογαλικά.

Η λέξη prometer στο πορτογαλικά σημαίνει υπόσχομαι, υπόσχομαι σε κπ ότι/πως, υπόσχομαι κτ σε κπ, υπόσχομαι σε κπ κτ, υπόσχομαι, προμηνύω, προαναγγέλω, δίνω το λόγο μου, δεσμεύομαι να κάνω κτ, υπόσχομαι να κάνω κτ, δίνω το λόγο μου ότι, δίνω το λόγο μου πως, υπόσχομαι να κάνω κτ, ορκίζομαι, ορκίζομαι, τάζω κτ σε κπ, υπόσχομαι, δεσμεύομαι, υπόσχομαι, δεσμεύομαι, ορκίζομαι, επιφυλάσσω, ορκίζομαι, ορκίζομαι, ορκίζομαι, τάζω τον ουρανό με τ' άστρα, αρραβωνιάζω, αρραβωνιάζω κπ με κπ, αρραβωνίζω κπ με κπ, ορκίζω, εξορκίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης prometer

υπόσχομαι

(fazer promessas)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vou aparar a grama - prometo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αφού υποσχέθηκα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Θα σε πάω στο πάρκο.

υπόσχομαι σε κπ ότι/πως

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Prometi a minha mãe que compraria selos hoje.
Υποσχέθηκα στη μαμά μου ότι θα αγοράσω γραμματόσημα σήμερα.

υπόσχομαι κτ σε κπ, υπόσχομαι σε κπ κτ

verbo transitivo

Meus pais me prometeram uma bicicleta no Natal.

υπόσχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os comerciais de TV prometem muitas coisas incríveis.

προμηνύω, προαναγγέλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O céu cinza prometia neve.
Ο γκρι ουρανός προανήγγειλε χιόνι.

δίνω το λόγο μου

verto intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεσμεύομαι να κάνω κτ, υπόσχομαι να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu prometo prover para você e te fazer tão feliz quanto eu puder, enquanto eu viver.
Υπόσχομαι να σε φροντίζω και να σε κάνω όσο πιο ευτυχισμένη μπορώ για όσο θα ζω.

δίνω το λόγο μου ότι, δίνω το λόγο μου πως

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπόσχομαι να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lorde Alderton prometeu deixar os jovens em casa em segurança depois do baile.

ορκίζομαι

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando acordou com uma ressaca, Brian prometeu que nunca beberia novamente.
Όταν ξύπνησε με χανγκόβερ, ο Μπράιαν ορκίστηκε ότι δεν θα ξαναπιεί ποτέ.

ορκίζομαι

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patricia prometeu tornar o mundo um lugar melhor.
Η Πατρίσια ορκίστηκε να κάνει τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος.

τάζω κτ σε κπ

Glenn prometeu o coração dele a Emma.
Ο Γκλεν έταξε την καρδιά του στη Έμμα.

υπόσχομαι, δεσμεύομαι

verbo transitivo (να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Christina prometeu apoiar a amiga dela nesse momento difícil.
Η Χριστίνα υποσχέθηκε να υποστηρίξει την φίλη της αυτή τη δύσκολη περίοδο.

υπόσχομαι, δεσμεύομαι

verbo transitivo (ότι/πως θα κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy prometeu que ela nunca iria deixá-lo.
Η Γουέντι ορκίστηκε ότι δεν θα τον άφηνε ποτέ.

ορκίζομαι

(comprometer-se de forma solene a) (ότι/πως θα κάνω κτ, να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu juro que vou fazer o máximo para ficar longe de problemas.
Ορκίζομαι ότι θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να μείνω μακριά από μπελάδες.

επιφυλάσσω

(κτ σε κπ, κτ για κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ας περιμένουμε να δούμε τι μας επιφυλάσσουν τα επόμενα χρόνια.

ορκίζομαι

(prometer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jamais farei isso de novo, eu juro!
Δεν θα το ξανακάνω. Το υπόσχομαι!

ορκίζομαι

verbo transitivo (ότι/πως/να)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando ele acordou com uma ressaca, Glenn jurou que nunca mais beberia.
Όταν ξύπνησε με χάνγκοβερ, ο Γκλεν ορκίστηκε ότι δεν θα ξαναπιεί ποτέ.

ορκίζομαι

(ότι θα κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τάζω τον ουρανό με τ' άστρα

(voto para prover algo irreal) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρραβωνιάζω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρραβωνιάζω κπ με κπ

locução verbal

αρραβωνίζω κπ με κπ

(λόγιος, θρησκεία)

ορκίζω, εξορκίζω

expressão verbal (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amanda fez todos prometerem segredo.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prometer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.