Τι σημαίνει το promised στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης promised στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του promised στο Αγγλικά.

Η λέξη promised στο Αγγλικά σημαίνει που έχω υποσχεθεί, αναμενόμενος, υπόσχεση, υπόσχεση, -, προοπτική, υπόσχομαι, υπόσχομαι σε κπ ότι/πως, υπόσχομαι κτ σε κπ, υπόσχομαι σε κπ κτ, υπόσχομαι, προμηνύω, προαναγγέλω, όπως είχε υποσχεθεί, η Γη της Επαγγελίας, η γη της Επαγγελίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης promised

που έχω υποσχεθεί

adjective (that [sb] has assured or committed to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The company gave the workers their promised pay rise.

αναμενόμενος

adjective (that [sb] is given cause to expect)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The promised snow didn't arrive.

υπόσχεση

noun (firm assurance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As far as I'm concerned, Helen's promise is all the guarantee I need that she will do it.
Για μένα, η υπόσχεση της Έλεν μου φτάνει για να είμαι βέβαιος ότι θα το κάνει.

υπόσχεση

noun (spoken commitment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Steve's promise that he would always love me turned out to be a lie.
Η υπόσχεση του Στιβ ότι θα με αγαπάει για πάντα αποδείχθηκε ψέμα.

-

noun (uncountable (indication of future achievement) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The quiet girl over there shows promise; with a little direction, I think she will do well.
Εκείνο το ήσυχο κοριτσάκι δείχνει πολλά υποχόμενο. Πιστεύω πως με λίγη καθοδήγηση θα τα πάει καλά.

προοπτική

noun (possibility) (για κτ ή με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The promise of greater opportunity drew many people to California.
Η προοπτική για καλύτερες ευκαιρίες τράβηξε πολύ κόσμο στην Καλιφόρνια.

υπόσχομαι

intransitive verb (make a promise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I will mow the lawn - I promise.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αφού υποσχέθηκα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Θα σε πάω στο πάρκο.

υπόσχομαι σε κπ ότι/πως

transitive verb (with clause: commit to doing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I promised my mom that I would buy postage stamps today.
Υποσχέθηκα στη μαμά μου ότι θα αγοράσω γραμματόσημα σήμερα.

υπόσχομαι κτ σε κπ, υπόσχομαι σε κπ κτ

transitive verb (with object: commit to)

My parents have promised me a bike for Christmas.

υπόσχομαι

transitive verb (guarantee, commit to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
TV commercials promise a lot of incredible things.

προμηνύω, προαναγγέλω

transitive verb (figurative (give cause to expect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The grey sky promised snow.
Ο γκρι ουρανός προανήγγειλε χιόνι.

όπως είχε υποσχεθεί

adverb (according to a promise made)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As promised, I've brought the money to repay you for the loan.

η Γη της Επαγγελίας

noun (often capitalized (Bible: land promised to the Jews)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Moses led the Israelites out of Egypt to the Promised Land.

η γη της Επαγγελίας

noun (figurative (place of prosperity) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The Scottish National Party believed they were heading for the promised land of Scottish independence.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του promised στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του promised

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.