Τι σημαίνει το kind στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης kind στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του kind στο Αγγλικά.

Η λέξη kind στο Αγγλικά σημαίνει καλός, ευγενικός, καλοσυνάτος, καλός με κπ, καλός, είδος, είδος, ευγενικός, ευγενής, ζεστός, θερμός, αντιμετωπίζω κπ αυστηρά για το καλό του, δωρεά σε είδος, καρέ, τετράδα, με το ίδιο νόμισμα, κάπως, λίγο, περίπου, με εκτίμηση, καλός λόγος, κάπως, λίγο, καλόκαρδος, καλοκάγαθος, καλοσυνάτος, τίποτα τέτοιο, περίπου, παρόμοιος, όμοιος, οποιοσδήποτε, κάθε είδους, μοναδικός, ιδιαίτερος, μοναδικός, ιδιαίτερος, πληρωμή σε είδος, κατά κάποιο τρόπο, τρία όμοια, ίδιος, ολόιδιος, δύο ίδια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης kind

καλός, ευγενικός, καλοσυνάτος

adjective (friendly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is so kind. She took the time to help me with my homework.
Είναι τόσο καλή. Βρήκε χρόνο να με βοηθήσει με τα μαθήματά μου.

καλός με κπ

(benevolent)

The king was kind to the people of his country and was well liked.
Ο βασιλιάς ήταν καλός με τους ανθρώπους της χώρας του και ήταν πολύ αρεστός.

καλός

adjective (treatment: gentle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Life has not been kind to her. Listen, I've been kind to you so far, but you need to start working harder.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το αφεντικό δεν της φέρθηκε καλά, παρά την αφοσίωση που έδειξε τόσα χρόνια.

είδος

noun (type, variety)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are so many kinds of camera that it's difficult to choose one. What kind of ice cream do you like best?
Υπάρχουν τόσοι πολλοί τύποι κάμερας, που είναι δύσκολο να επιλέξεις.

είδος

noun (class) (κατηγορία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What kind of animal is it? A bird or a mammal?
Τι είδος ζώου είναι; Πτηνό ή θηλαστικό;

ευγενικός, ευγενής

adjective (courteous) (ευγένεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her kind greeting was welcomed by the guests.
Ο ευγενικός χαιρετισμός της ήταν καλοδεχούμενος από τους επισκέπτες.

ζεστός, θερμός

adjective (warm) (μτφ: καλοσύνη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She has a kind heart and welcomes everyone.
Έχει ζεστή (or: καλή) καρδιά και καλοδέχεται τους πάντες.

αντιμετωπίζω κπ αυστηρά για το καλό του

verbal expression (act harshly in order to help [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sometimes you have to be cruel to be kind when teaching children how to behave properly.

δωρεά σε είδος

noun (donation: not money)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The organization donated a contribution in kind to the project of staff time.

καρέ

noun (hand in card games)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Four of a kind beats any hand in poker except a straight flush.

τετράδα

noun (four similar things)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
These antique chairs are four of a kind that form a set.

με το ίδιο νόμισμα

adverb (with [sth] similar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Manchester United scored a second-minute goal before Liverpool replied in kind within four minutes.

κάπως, λίγο

adverb (informal (rather, quite)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm getting kind of fed up with you complaining all the time.
Έχω αρχίσει να βαριέμαι λίγο τα συνεχή παράπονα σου.

περίπου

adverb (informal (in a way, to a degree)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Is he your boyfriend?" "Kind of. It's complicated." I think I'm getting the hang of this now; well, kind of.
«Είναι το αγόρι σου;» «Περίπου, είναι λίγο περίπλοκο.»

με εκτίμηση

expression (written (signing off: letter, email, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The letter ended, "I hope to hear from you soon. Kind regards, Daniel."

καλός λόγος

noun (friendly remark)

Mr. Brady has a great disposition and always has a kind word for everyone.

κάπως, λίγο

adverb (slang (kind of)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It seems kinda cold to be wearing shorts.
Κάνει λίγο (or: κάπως) κρύο για να φοράς σορτσάκι.

καλόκαρδος, καλοκάγαθος, καλοσυνάτος

adjective (generous, compassionate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τίποτα τέτοιο

noun (not that)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They thought we were coming for a visit, but we had planned nothing of the kind.

περίπου

adjective (more or less)

Adriana has a friend, of a kind, who she sees when her other friends are busy.
Η Αντριάνα έχει μια φίλη, ή περίπου φίλη, με την οποία βρίσκεται όταν οι άλλοι φίλοι της είναι απασχολημένοι.

παρόμοιος, όμοιος

adjective (similar to one another)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The results of this test are of a kind with those of a number of other studies.

οποιοσδήποτε

adjective (of whatever variety) (με κατάφαση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I don't like dogs of any kind. The recipe calls for berries of any kind -- blackberries, raspberries, whatever is in season.

κάθε είδους

expression (of whatever variety)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I like vegetables of any sort.

μοναδικός, ιδιαίτερος

noun ([sb] or [sth] unique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My aunt is one of a kind; there's nobody else quite like her.

μοναδικός, ιδιαίτερος

adjective (unique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a handcrafted, one-of-a-kind piece of jewellery.

πληρωμή σε είδος

noun (repaying with [sth] similar)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
You owe me twenty dollars, but if you mow my lawn I'll take it as a payment in kind.

κατά κάποιο τρόπο

adverb (slang (sort of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alan's hair was sorta blond.

τρία όμοια

noun (poker hand) (πόκερ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
If two or more players have a full house, then the player with the best three of a kind wins.

ίδιος, ολόιδιος

plural noun (two similar people, things)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Anna and her sister are two of a kind.

δύο ίδια

noun (poker hand)

Stan picked a card from the deck and the other players wondered if he had two of a kind.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του kind στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του kind

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.