Τι σημαίνει το good στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης good στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του good στο Αγγλικά.

Η λέξη good στο Αγγλικά σημαίνει καλός, καλός, φρόνιμος, ήσυχος, καλός, καλός, κάνω καλό, καλός, χρήσιμος, βολικός, καλός, σωστός, καλός, καλός, είμαι καλός σε κτ, είμαι καλός σε κτ, είμαι καλός με κπ/κτ, ισχύω για κτ, φτάνω για κτ, κάνω για κτ, είμαι καλός με κπ, κατάλληλος, καλός, φρέσκος, ωραίος, γνήσιος, καλός, καλός, γόνιμος, καλός, αφοσιωμένος, καθαρός, καλός, έγκυρος, καλά, ωραία, καλό, αξία, καλό, καλό, μαντάτα, αγαθά, εμπορεύματα, μακροζωία, μακροβιότητα, καλή ευκαιρία, πολλά, μεγάλος, πολύ, πολύ, μεγάλη προσπάθεια, όλα στην ώρα τους, καλός, αποτελεσματικός, τόσο καλός όσο, εξίσου καλός, πάνω κάτω, στο περίπου, το καλύτερο δυνατό, σαν καινούριος, ο καλύτερος δυνατός, σε καλή τιμή, να είσαι φρόνιμος!, ξεφορτώνομαι, πολύ, κοινό όφελος, κάνω καλή πράξη, κάνω μια καλή πράξη για κπ, κάνω αγαθοεργίες, τα πάω καλά, χαίρω άκρας υγείας, αρκετά καλός, είμαι καλά, νιώθω καλά, έχω ήσυχη τη συνείδηση μου, ευχάριστος, έχω θετικό προαίσθημα για κτ, έχω καλό προαίσθημα για κτ, είμαι ευχαριστημένος με κτ, για καλό σκοπό, οριστικά, για καλό και για κακό, κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόπο, τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ, καλό απόγευμα, φυσιολογική όρεξη, καλή συμπεριφορά, καλή διαγωγή, Βίβλος, καλό παιδί, τι καλό παιδί!, καλό σκυλί, ευκαιρία, σωστή επιλογή, Έπεσες διάνα!, μεγάλη πιθανότητα, κέφι, καλό παιδί, καλός Χριστιανός, καλός πολίτης, σωστός πολίτης, καλά ρούχα, καλή παρέα, τεχνική του καλού και του κακού μπάτσου, όμορφη μέρα, ωραία μέρα, Καλημέρα!, Καλημέρα!, καλή πράξη, ευχάριστος χαρακτήρας, καλό σκυλί, καλό σκυλάκι, καλοφαγάς, καλό φαγητό, καλός άνθρωπος, καλά Αγγλικά, αρκετά καλός, καλησπέρα, καλό παράδειγμα, καλή άσκηση, καλή γυμναστική, καλό προαίσθημα, καλή εντύπωση, καλός άνθρωπος, καλό φαγητό, ευχάριστος, ευχάριστος, μπράβο, που κάνει καλό, καλη φυσική κατάσταση, σωστή συμπεριφορά, καλή τύχη, καλοτυχία, Μεγάλη Παρασκευή, καλός φίλος, ωραίος, διασκεδαστικός, Θεούλη μου!, καλοί βαθμοί, αμάν, αμάν, καλό παιδί, καλός, που πιάνει το χέρι του σε κτ, καλό φύλλο, καλή φυσική κατάσταση, καλή ακοή, καλή καρδιά, έλα θεέ μου, Κύριε ελέησον, έλα Χριστέ και Παναγιά, καλή διάθεση, καλή ιδέα, ωραία ιδέα, καλή ιδέα, ωραία ιδέα, ωραία ιδέα, θετική επιρροή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης good

καλός

adjective (better than average) (καλύτερος από μέτριος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He studied hard and got good grades this year.
Μελέτησε σκληρά και πήρε καλούς βαθμούς φέτος.

καλός

adjective (favorable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The weather forecast is good for tomorrow.
Για αύριο προβλέπεται καλός καιρός.

φρόνιμος, ήσυχος

adjective (well behaved) (συμπεριφορά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Now you be good while I'm gone, do you hear?
Να είσαι φρόνιμος (or: ήσυχος) όσο θα λείπω, ακούς;

καλός

adjective (adequate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You can earn a good living as a mechanic.
Ως μηχανικός, μπορείς να βγάλεις καλά λεφτά.

καλός

(healthy) (για κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cod liver oil is supposed to be good for you.
Υποτίθεται πως το μουρουνέλαιο κάνει καλό.

κάνω καλό

(beneficial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Whoever said that pain is good for the soul?
Ποιος είπε ότι ο πόνος είναι ευεργετικός για την ψυχή;

καλός

adjective (virtuous) (χαρακτήρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's a good man.
Είναι καλός άνθρωπος.

χρήσιμος, βολικός

(useful) (για κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Shoe boxes are good for storing old postcards and letters.
Τα κουτιά παπουτσιών είναι χρήσιμα για την αποθήκευση παλιών καρτ ποστάλ και γραμμάτων.

καλός

adjective (competent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She's a very good accountant.
Είναι πολύ καλή λογίστρια.

σωστός

adjective (right, correct)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Good answer!
Σωστή απάντηση!

καλός

adjective (worthy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You've ruined our family's good reputation.

καλός

adjective (refined)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's got good taste in wine.

είμαι καλός σε κτ

verbal expression (be skilled, talented)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He is good at anything related to numbers.

είμαι καλός σε κτ

verbal expression (be skilled with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My sister is good with numbers but I'm better at languages.

είμαι καλός με κπ/κτ

verbal expression (people, animal: handle well)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He is good with children and animals.

ισχύω για κτ

verbal expression (be valid: for a duration) (διάρκεια)

Your international driving licence is good for one year; you can renew it after that.
Η διεθνής άδεια οδήγησής σου ισχύει για έναν χρόνο. Μετά, μπορείς να την ανανεώσεις.

φτάνω για κτ

verbal expression (be equivalent in value to)

Your admission ticket is also good for one drink at the bar when you get inside.
Το εισιτήριό σου αντιστοιχεί και σε ένα ποτό στο μπαρ όταν μπεις μέσα.

κάνω για κτ

verbal expression (informal (be fit only for)

That tatty old sofa is good for the dump.

είμαι καλός με κπ

verbal expression (be kind toward [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My daughter is good to me; she comes to visit every Sunday and brings cake.

κατάλληλος

adjective (suitable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is lasagne a good thing to serve to your parents?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δε νομίζω πως το σούσι κάνει για το δείπνο με τους παππούδες μου.

καλός

adjective (functioning)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You'll have to speak into my good ear if you want me to hear.

φρέσκος

adjective (informal (fresh)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is that milk still good?
Αυτό το γάλα είναι ακόμα φρέσκο;

ωραίος

adjective (tastes nice)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a really good apple.

γνήσιος

adjective (genuine)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I can't tell if this certificate is good or not.
Δεν είμαι σίγουρη αν αυτό το πιστοποιητικό είναι γνήσιο ή όχι.

καλός

adjective (wise)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Those stocks were a good investment.

καλός

adjective (informal (thorough)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This house needs a good cleaning.

γόνιμος

adjective (fertile)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There's lots of good soil in this part of the country.

καλός

adjective (devout)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's a good Catholic.

αφοσιωμένος

adjective (loyal)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
He's a good union man.

καθαρός

adjective (skin: clear)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She has good skin.

καλός

adjective (clothes: most dressy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You should wear your good suit for this dinner.

έγκυρος

adjective (sport: in bounds)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His first serve was good.

καλά

adverb (US, informal (well)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This car runs good.

ωραία

interjection (approval)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Good," said the teacher when the student handed in his homework on time.

καλό

noun (benefit, sake) (όφελος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I did it for the good of all of us.
Το έκανα για το καλό όλων μας.

αξία

noun (merit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's a lot of good in his idea.

καλό

noun (virtue)

You should always seek out the good in people.

καλό

noun (purpose) (κάνει)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What good is it to ask all these questions without answering them?

μαντάτα

plural noun (figurative, slang (information) (καθομιλουμένη: νέα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The police are hoping that their informer will come up with the goods.

αγαθά, εμπορεύματα

plural noun (merchandise, commodities)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The company promised to deliver the goods within 24 hours.

μακροζωία, μακροβιότητα

noun (UK, informal, figurative (long life)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was 96 when he died. That's a good innings!

καλή ευκαιρία

noun (bargain)

I chose the car because it was reliable and a great deal.
Επέλεξα το αυτοκίνητο, καθώς ήταν αξιόπιστο και καλή ευκαιρία.

πολλά

noun (much, large amount)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
I have a great deal to accomplish before the end of the semester.
Έχω να πετύχω πολλά πριν τελειώσει το εξάμηνο.

μεγάλος

expression (large amount of [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her presidential campaign had a great deal of success at the local level.
Η προεδρική της καμπάνια είχε μεγάλη επιτυχία σε τοπικό επίπεδο.

πολύ

adverb (greatly, very much)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I value your input a great deal.
Εκτιμώ πολύ τη βοήθειά σου.

πολύ

adverb (considerably)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm feeling a great deal better since I ate some soup.
Νιώθω πολύ καλύτερα, αφότου έφαγα λίγη σούπα.

μεγάλη προσπάθεια

noun (a lot of work)

I put a great deal of effort into this project, and I was really offended when management ignored it.

όλα στην ώρα τους

expression (be patient)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The doctor assured the family that the patient would be out of hospital the next day, all in good time.

καλός

adjective (informal (sufficient quality)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I don't think his later films are any good.
Δε νομίζω ότι οι τελευταίες ταινίες του ήταν καλές.

αποτελεσματικός

adjective (informal (at all effective)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Was the ointment I gave you any good?
Ήταν καθόλου αποτελεσματική η αλοιφή που σου έδωσα;

τόσο καλός όσο, εξίσου καλός

expression (of equal quality to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He is as good at maths as my brother.

πάνω κάτω, στο περίπου

expression (nearly; virtually)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I've worked all night on the picture and it's as good as finished.

το καλύτερο δυνατό

expression (the best circumstances)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The smaller football teams have no chance of finishing top of the league, so winning one of the cup competitions instead is as good as it gets.

σαν καινούριος

expression (successfully repaired or restored)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John fixed my bike and now it's as good as new!

ο καλύτερος δυνατός

expression (the best available)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε καλή τιμή

expression (at reasonable cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was able to buy my PC at a good price.

να είσαι φρόνιμος!

interjection (do not misbehave) (παιδί)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεφορτώνομαι

verbal expression (get rid of [sb], [sth] undesirable) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πολύ

adverb (by a large amount or extent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The Indian Ocean is smaller than the Pacific Ocean by a great deal.

κοινό όφελος

noun (benefit of everyone) (το καλό όλων)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Being honest with each other is for the common good.

κάνω καλή πράξη

verbal expression (perform a charitable act) (κάνω κάτι καλό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When someone joins the Boy Scouts, one of the requirements is to do a good deed every day.

κάνω μια καλή πράξη για κπ

verbal expression (perform a kind act)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω αγαθοεργίες

verbal expression (perform charitable acts)

If I were a millionaire, I would use my wealth to do good.

τα πάω καλά

verbal expression (slang (do well, do [sth] successfully)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can do good if you just try.

χαίρω άκρας υγείας

verbal expression (be physically healthy)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρκετά καλός

adjective (reasonable, acceptable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I didn't get top marks in the exam, but my results were fairly good.

είμαι καλά, νιώθω καλά

(be happy, optimistic)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I feel good now that my exams are over. Springtime always makes me feel good.

έχω ήσυχη τη συνείδηση μου

(not feel guilty)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευχάριστος

adjective (informal (that causes happiness)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έχω θετικό προαίσθημα για κτ, έχω καλό προαίσθημα για κτ

verbal expression (be optimistic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι ευχαριστημένος με κτ

verbal expression (find [sth] morally acceptable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

για καλό σκοπό

expression (for charity, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οριστικά

adverb (permanently)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
His severe injury ended his sports career for good.
Ο σοβαρός του τραυματισμός έβαλε οριστικά τέλος στην καριέρα του ως αθλητής.

για καλό και για κακό

expression (a little more than required)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Emily added an extra teaspoon of cinnamon to the recipe for good measure.

κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόπο

verbal expression (informal (begin well)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Our new employee has gotten off to a good start.

τα χώνω σε κπ, τη λέω σε κπ

verbal expression (informal (reprimand) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the boss found out what had happened, Sally was taken into the office and given a good telling-off.

καλό απόγευμα

interjection (greeting)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Phil wished me good afternoon as he passed me in the corridor.
Ο Φιλ μου ευχήθηκε καλό απόγευμα καθώς με προσπέρασε στον διάδρομο.

φυσιολογική όρεξη

noun (healthy desire to eat)

καλή συμπεριφορά

noun (child: not misbehaving)

Billy got a sticker for his good behavior today at school.

καλή διαγωγή

noun (prisoner: good conduct)

I expect that he will have his prison term reduced for good behaviour.

Βίβλος

noun (Christian Bible)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Good Book says, "Do unto others as you would have them do unto you."

καλό παιδί

noun (well-behaved male child)

He was a very good boy.

τι καλό παιδί!

interjection (used to praise a male child)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Good boy! You received an "A" in mathematics.

καλό σκυλί

interjection (used to praise male dog)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευκαιρία

noun (bargain)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I got a good buy on these drinks, only $1 per bottle.
Αυτά τα ποτά ήταν ευκαιρία, τα αγόρασα μόλις 1 δολάριο το μπουκάλι.

σωστή επιλογή

noun (informal (smart decision, wise judgment)

Έπεσες διάνα!

interjection (informal (That is a wise decision) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεγάλη πιθανότητα

noun (high probability)

κέφι

noun (joyfulness)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The party guests were in good cheer.

καλό παιδί

noun (child who is well behaved)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My mother says I was a good child when I was younger.

καλός Χριστιανός

noun ([sb] who obeys Christian teachings)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A good Christian uses Jesus as an example for his life.

καλός πολίτης, σωστός πολίτης

noun (helpful member of society)

καλά ρούχα

plural noun (finest or most formal outfit) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
I would not wear my good clothes while doing the housework.

καλή παρέα

noun (invariable (pleasant, welcome companion)

τεχνική του καλού και του κακού μπάτσου

noun (informal (police questioning technique)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

όμορφη μέρα, ωραία μέρα

noun (day spent well)

William had a good day at the races, winning a considerable amount of money.
Ο Γουίλιαμ πέρασε μια όμορφη μέρα στους αγώνες ταχύτητας, κερδίζοντας ένα σημαντικό ποσό.

Καλημέρα!

interjection (formal (salutation)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Samuel wished us "Good day!" as he passed by.
Ο Σάμουελ μας ευχήθηκε «Καλημέρα!» καθώς προσπέρασε.

Καλημέρα!

interjection (formal (salutation)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Good day to you!" shouted Jenkins from across the street.
«Καλή σου μέρα!» φώναξε ο Τζέκινς από απέναντι.

καλή πράξη

noun (charitable act)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Have you done any good deeds lately, like donating blood?

ευχάριστος χαρακτήρας

noun (pleasant manner, character)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Labradors have a good disposition which makes them a good dog around children.
Τα Λαμπραντόρ έχουν ευχάριστο χαρακτήρα που τα κάνει καλούς σκύλους για τα παιδιά.

καλό σκυλί, καλό σκυλάκι

interjection (used to praise a canine)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλοφαγάς

noun ([sb] who eats plenty)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλό φαγητό

noun (healthy or top-quality food)

καλός άνθρωπος

noun (figurative (decent or kind person)

καλά Αγγλικά

noun (skillfulness with English) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Good English is a necessity for any foreign student wishing to study at an English university.

αρκετά καλός

adjective (satisfactory)

It isn't the best computer available, but it's good enough for my needs.
Δεν είναι ο καλύτερος υπολογιστής που υπάρχει, αλλά κάνει για τις ανάγκες μου.

καλησπέρα

interjection (greeting) (συνάντηση)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Good evening, Sir. Are you ready to order?" asked the waiter.
«Καλησπέρα σας κύριε. Είστε έτοιμος να παραγγείλετε»; ρώτησε ο σερβιτόρος.

καλό παράδειγμα

noun (model for others)

As a teacher, it is important to set a good example for your students.

καλή άσκηση, καλή γυμναστική

noun (activity encouraging fitness)

καλό προαίσθημα

noun (premonition that [sth] good will happen)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have a good feeling about this interview.

καλή εντύπωση

noun (positive evaluation of [sb]) (για κπ)

I've got a good feeling about you. I think you'll go far in this company.

καλός άνθρωπος

noun (informal (likeable man)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My daughter´s new boyfriend seems a good fellow.

καλό φαγητό

noun (healthy or top-quality food)

Athletes eat only good food.

ευχάριστος

adjective (funny, amusing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευχάριστος

adjective (person: can make people laugh)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μπράβο

interjection (well done!)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
You have lost 10 pounds already? Good for you!

που κάνει καλό

adjective (healthful)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eating plenty of fruits and vegetables is good for you.

καλη φυσική κατάσταση

noun (fitness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The horse is in good form for the race.

σωστή συμπεριφορά

noun (appropriate behaviour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It is good form to offer your seat to a lady.

καλή τύχη, καλοτυχία

noun (good luck, happy chance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He had good fortune to win the lottery.

Μεγάλη Παρασκευή

noun (Friday before Easter Sunday)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the UK it's traditional to eat hot cross buns on Good Friday. We will not have class on Good Friday.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι παράδοση να τρως ζεστά ψωμάκια τη Μεγάλη Παρασκευή. Δεν έχουμε μάθημα τη Μεγάλη Παρασκευή.

καλός φίλος

noun ([sb] close, trusted)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My good friend will always tell me the truth, and always in a kind way.

ωραίος, διασκεδαστικός

noun ([sth] enjoyable)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It was always good fun going sailing with my cousin's family.

Θεούλη μου!

interjection (used when you're surprised)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλοί βαθμοί

plural noun (high marks: in exams, tests)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
She needs good grades to get to University.

αμάν

interjection (informal (disbelief)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Good grief! Ben's finally managed to pass his driving test!"

αμάν

interjection (informal (exasperation)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Good grief! We must have been here for at least half an hour and still haven't been served."

καλό παιδί

noun (informal (decent man)

I'm glad she's going out with Rob: he's a good guy.

καλός

noun (informal (fiction: hero) (ταινία, βιβλίο κλπ)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Almost every major movie involves the good guys versus the bad guys.

που πιάνει το χέρι του σε κτ

noun ([sb] skillful at [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλό φύλλο

noun (playing cards: lucky deal) (στα χαρτιά)

I had a good hand, but still lost the game.

καλή φυσική κατάσταση

noun (healthiness, fitness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I am lucky to enjoy good health.

καλή ακοή

noun (ability to hear clearly)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My grandmother does not have good hearing so you need to speak clearly to her.

καλή καρδιά

noun (kind or generous nature) (μεταφορικά)

έλα θεέ μου, Κύριε ελέησον, έλα Χριστέ και Παναγιά

interjection (slightly dated (surprise)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Good heavens! You can't possibly go to the party wearing that.

καλή διάθεση

noun (UK (cheerful mood)

When the sun is shining it puts me in good humour.

καλή ιδέα, ωραία ιδέα

noun (wise suggestion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It is a good idea to brush your long hair before going to sleep. It wasn't a good idea to eat that third piece of cake.
Είναι καλή ιδέα να χτενίζεις τα μακριά σου μαλλιά πριν πας για ύπνο. Δεν ήταν καλή ιδέα να φάω εκείνο το τρίτο κομμάτι από το κέικ.

καλή ιδέα, ωραία ιδέα

noun (clever invention)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sliced bread was a good idea.

ωραία ιδέα

interjection (yes, agreed, let's do that)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Let's go to the movies." "Good idea! Sounds like fun." .

θετική επιρροή

noun (prompts good behavior)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His elder brother is a good influence on him.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του good στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του good

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.