Τι σημαίνει το pronto στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pronto στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pronto στο ισπανικά.

Η λέξη pronto στο ισπανικά σημαίνει νωρίτερα, γρήγορα, σύντομα, σύντομα, σύντομα, σύντομα, στο εγγύς μέλλον, σύντομα, σύντομα, νωρίς, έγκαιρα, επικείμενος, επαπειλούμενος, έκρηξη οργής, σύντομα, σύντομα, σύντομα, σύντομα, που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί, ξαφνικά, το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο, το νωρίτερο, νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα, σύντομα, πολύ σύντομα, το συντομότερο δυνατό, όσο δυνατόν πιο γρήγορα, πριν το καταλάβω, πριν καλά καλά το καταλάβω, το νωρίτερο, το συντομότερο, τόσο νωρίς, αμέσως, μόλις, πριν από, το συντομότερο δυνατόν, είναι νωρίς, είναι νωρίς ακόμα, Τα λέμε!, περαστικά, γεια σου για τώρα, γεια σου προς το παρόν, Αντίο για τώρα, Τα λέμε!, Τα λέμε, Μιλάμε, Θα τα πούμε, περιμένω σύντομα νέα σου, πιο σύντομα, πιο γρήγορα, πιο νωρίς, πόσο σύντομα, πόσο γρήγορα, ξαφνικά, πολύ σύντομα, μόλις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pronto

νωρίτερα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Por favor venga tan pronto como pueda.
Σε παρακαλώ έλα το συντομότερο δυνατόν.

γρήγορα, σύντομα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Espero que John venta pronto mientras nuestro amigo siga aquí.

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Llegará pronto. Prepárate.
Θα φτάσει σύντομα. Ετοιμάσου.

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σύντομα

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στο εγγύς μέλλον, σύντομα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los resultados del examen se anunciarán pronto, pero no sabemos la fecha exacta.

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es demasiado pronto para saber cómo terminará este asunto.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πόσο γρήγορα μπορείς να είσαι εδώ;

νωρίς, έγκαιρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

επικείμενος, επαπειλούμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El póster de la película decía «Próximamente».

έκρηξη οργής

(coloquial)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Necesito hacer una llamada rápida por teléfono. En breve estoy contigo.
Πρέπει να κάνω ένα γρήγορο τηλεφώνημα. Θα είμαι μαζί σας σύντομα.

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La primavera debería venir en breve.
Σύντομα θα έρθει η άνοιξη.

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lo tendré terminado dentro de poco, ten paciencia.

σύντομα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Quieres que te dé dinero? Eso no es algo inminente.
Θέλεις να σου δώσω χρήματα; Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.

ξαφνικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El techo empezó a caerse repentinamente.
Ξαφνικά, το ταβάνι άρχισε να πέφτει.

το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο

(acrónimo, voz inglesa)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Por favor, envía tu respuesta ASAP a la dirección siguiente.

το νωρίτερο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Lo más temprano que el doctor puede verlo es la 8.30 de la mañana.

νωρίς, πολύ νωρίς, πρόωρα, πρώιμα

locución adjetiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es demasiado pronto para decirle si la operación resultó un éxito.

σύντομα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Volverás al pueblo muy pronto.

πολύ σύντομα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nos iremos muy pronto.

το συντομότερο δυνατό, όσο δυνατόν πιο γρήγορα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es preciso que hable contigo lo antes posible.
Είναι επιτακτική ανάγκη να σου μιλήσω το συντομότερο δυνατό.

πριν το καταλάβω, πριν καλά καλά το καταλάβω

locución adverbial (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Es demasiado pronto para anticipar un resultado.

το νωρίτερο, το συντομότερο

expresión

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Llegare a la hora de comer, como pronto.

τόσο νωρίς

adverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
No esperaba verte tan pronto.

αμέσως, μόλις

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pagaré tu boleto en cuanto hagas la reserva.
Μόλις κάνεις την κράτηση θα πληρώσω το εισιτήριό σου.

πριν από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El tren llegó mucho antes de lo que esperábamos.

το συντομότερο δυνατόν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Por favor respondeme tan pronto como te sea posible.

είναι νωρίς, είναι νωρίς ακόμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τα λέμε!

locución interjectiva (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡Hasta pronto, Edna!
Τα λέμε σύντομα Έντνα!

περαστικά

(tuteo)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Me dijeron que tienes gripe. ¡Que te mejores pronto!
Άκουσα ότι έπαθες γρίπη. Περαστικά!

γεια σου για τώρα, γεια σου προς το παρόν

locución interjectiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se ha hecho tarde, hasta pronto por ahora. Nos vemos mañana, o a más tardar, el lunes.

Αντίο για τώρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hablamos la semana que viene, ¡hasta luego!

Τα λέμε!

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Τα λέμε, Μιλάμε, Θα τα πούμε

locución interjectiva

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

περιμένω σύντομα νέα σου

interjección (informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιο σύντομα, πιο γρήγορα, πιο νωρίς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Qué pizzería traerá la pizza más rápido?
Ποιο μαγαζί μπορεί να φέρει πίτσα πιο γρήγορα;

πόσο σύντομα, πόσο γρήγορα

locución conjuntiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuan pronto esté listo te aviso.

ξαφνικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El coche de George pisó una placa de hielo y se fue de golpe a la cuneta.

πολύ σύντομα

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μόλις

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Tan pronto como llegues, quítate el abrigo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pronto στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.