Τι σημαίνει το provocar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης provocar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του provocar στο ισπανικά.
Η λέξη provocar στο ισπανικά σημαίνει προκαλώ, προκαλώ, προκαλώ, προκαλώ κπ να κάνει κτ, προκαλώ, επιφέρω, προκαλώ, πυροδοτώ, παρακινώ, εξωθώ, ωθώ, προκαλώ, στέλνω σκυλιά να επιτεθούν σε κτ, προκαλώ, οδηγώ, προκαλώ, προκαλώ, επιφέρω, προκαλώ, επηρεάζω, προκαλώ, προξενώ, επιταχύνω, επισπεύδω, προκαλώ, προκαλώ, προκαλώ, προκαλώ, προκαλώ, εξάπτω, διεγείρω, υπονοώ, προκαλώ, προκαλώ, πυροδοτώ, ξεκινάω, προκαλώ, υφίσταμαι, προκαλώ, επιφέρω, τσιγκλάω, προκαλώ, προξενώ, προκαλώ, φέρνω, πραγματοποιώ, που φωνάζει, βραχυκυκλώνω, συντελώ στην πρόκληση, βραχυκυκλώνω, δελεάζω, εγείρω κτ σε κπ, προκαλώ ναυτία, προκαλώ φλεγμονή, προκαλώ πόνο, προκαλώ, κινητοποιώ, ωθώ, εξιτάρω, προκαλώ, αποσπώ κτ από κπ, προκαλώ κτ σε κπ, εκμαιεύω κτ από κτ, παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνω, πειράζω, πικάρω, τσιγκλάω, ρίχνω, προκαλώ τον θυμό κπ, προκαλώ την οργή κπ, βραχυκυκλώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης provocar
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El repentino aumento en los precios de la comida provocó disturbios. Η ξαφνική αύξηση στις τιμές των τροφίμων προκάλεσε ταραχές. |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las fiestas ruidosas por la noche provocarán a tus vecinos. Τα θορυβώδη πάρτυ τη νύχτα θα προκαλέσουν τους γείτονές σου. |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La alta inflación provocó el pánico en los mercados. Ο υψηλός πληθωρισμός προκάλεσε πανικό στην αγορά. |
προκαλώ κπ να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Su artículo me indujo a escribir una carta al periódico. Το άρθρο του με εξώθησε να γράψω ένα γράμμα στους Times. |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Deja de provocar a tu hermanita! |
επιφέρω, προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sus alergias le provocaron un ataque de asma. Οι αλλεργίες του προκάλεσαν κρίση άσθματος. |
πυροδοτώverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El antibiótico le provocó una serie de efectos secundarios. |
παρακινώ, εξωθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los trastes estaban sucios y Helen intentó provocar a Laura pero ella se negó. |
ωθώverbo transitivo (a alguien para) (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las súplicas de Richard eventualmente provocaron a Maddy para que comprase la casa. |
προκαλώ(εκνευρισμός, θυμός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los comentarios raciales normalmente provocan enojo en los demás. Τα ρατσιστικά σχόλια συνήθως προκαλούν οργή στους άλλους. |
στέλνω σκυλιά να επιτεθούν σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En tiempos isabelinos, la gente provocaba osos como entretenimiento. |
προκαλώverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Él siempre está provocando. |
οδηγώverbo transitivo (μεταφορικά: σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El retraso habitual del empleado provocó su despido. |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los chicos provocaban al perro dormido gritándole. |
προκαλώ, επιφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La renuncia del ministro seguro va a provocar debate respecto de las causas. |
προκαλώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sugerencia de Finn no provocó el menor interés. |
επηρεάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El drama provocará lágrimas en el auditorio. |
προκαλώ, προξενώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los disturbios causaron pánico por toda la nación. Οι ταραχές προκάλεσαν πανικό σε ολόκληρη τη χώρα. |
επιταχύνω, επισπεύδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los precios de las acciones en caída precipitaron la crisis. |
προκαλώ(αντίδραση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jack le hizo a Eliza docenas de preguntas, pero ninguna le sacó una respuesta. Ο Τζακ έκανε δεκάδες ερωτήσεις στην Ελίζα, αλλά καμιά απ' αυτές δεν πήρε απάντηση. |
προκαλώ(medicina) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El médico indujo un coma al paciente para prevenir daño cerebral. |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Armó un escándalo porque el conductor no lo dejó subir a autobús. Προκάλεσε αναστάτωση γιατί ο οδηγός δεν τον άφηνε να μείνει στο λεωφορείο. |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los robos motivaron un aumento en la presencia policial. Οι διαρρήξεις προκάλεσαν μια αυξημένη αστυνομική παρουσία. |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La proclamación incitó un motín en la capital del país. |
εξάπτω, διεγείρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La película biográfica despertó nuevo interés en la vida de la pintora. |
υπονοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La obra representaba la vida familiar a principios del siglo XX. |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El juez le dio menos sentencio a los revoltosos que a los líderes que los habían incitado. |
προκαλώ(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las torpes negociaciones del diplomático invitaron al desastre. Οι αδέξιοι χειρισμοί του διπλωμάτη έφεραν την καταστροφή. |
πυροδοτώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El tiroteo policial desató un saqueo. Οι πυροβολισμοί της αστυνομίας πυροδότησαν την εξέγερση. |
ξεκινάω, προκαλώ(καβγάδες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) David siempre busca peleas en la escuela. |
υφίσταμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El negocio ha generado algunas pérdidas este trimestre. |
προκαλώ, επιφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El comportamiento de Charly ha ocasionado mucho disgusto. |
τσιγκλάω(coloquial) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Te está haciendo muecas para hacerte saltar. |
προκαλώ, προξενώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La escasez de alimentos dio lugar a manifestaciones en las calles. Η έλλειψη τροφής πυροδότησε εξεγέρσεις. |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φέρνω, πραγματοποιώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prometió que ocasionaría un cambio. Υποσχέθηκε ότι θα πραγματοποιήσει αλλαγές. |
που φωνάζει(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bill solía usar camisas que llamaban la atención. |
βραχυκυκλώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La instalación entera se cortocircuitó. |
συντελώ στην πρόκλησηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La oposición al gobierno y la ira contra la policía se combinaron para provocar los disturbios. |
βραχυκυκλώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δελεάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los compañeros de Robert sabían que estaba a dieta, pero no dejaban de tentarle a comer pasteles. Οι συνάδελφοι του Ρόμπερτ ήξεραν ότι έκανε δίαιτα, αλλά συνέχιζαν να τον δελεάζουν με κέικ. |
εγείρω κτ σε κπ(λόγιος, επίσημο) Sus referencias a la clausura de la mina incitaron ira en la multitud. |
προκαλώ ναυτία
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Cuando estaba embarazada hasta el olor de las tostadas me daba náuseas. |
προκαλώ φλεγμονήlocución verbal Si no mantienes limpia la herida, los gérmenes pueden causar inflamación e infección. Αν δεν κρατήσεις αυτή την πληγή καθαρή, τα μικρόβια θα προκαλέσουν μόλυνση και φλεγμονή. |
προκαλώ πόνο
Como enfermera, a veces tuve que hacer cosas que les causaban dolor a los pacientes. |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κινητοποιώ, ωθώ(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El entusiasmo del nuevo director galvanizó al equipo. |
εξιτάρω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jugador retó a un duelo a otro jugador que lo estaba atacando. |
αποσπώ κτ από κπ, προκαλώ κτ σε κπ
Es difícil provocar una respuesta en esta gente callada. Είναι δύσκολο να πάρεις μια αντίδραση από εκείνους τους ήσυχους ανθρώπους. |
εκμαιεύω κτ από κτ
El profesor trató de sacar la respuesta correcta a los alumnos. |
παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνω(κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La madre de Jimmy lo provocó para que se apunte a los cursos de la universidad. Η μητέρα του Τζέιμς ήταν εκείνη που τον παρακίνησε να κάνει αίτηση για μαθήματα στο πανεπιστήμιο. |
πειράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El niño acosó a su hermana hasta que la hizo llorar. Το μικρό αγόρι πείραζε την αδελφή του μέχρι που εκείνη έκλαψε. |
πικάρω, τσιγκλάω(figurado) (ανεπίσημο, καθομ, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe pinchaba a Jeff constantemente acerca de su trabajo. Το αφεντικό του Τζεφ τον τσιγκλούσε συνέχεια για τη δουλειά του. |
ρίχνωlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La debilidad del mercado provocó la caída de las acciones en treinta puntos. Η αδύναμη αγορά έριξε τη μετοχή κατά 30 μονάδες. |
προκαλώ τον θυμό κπ, προκαλώ την οργή κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El estudiante provocó la ira de su profesor faltando a la escuela nuevamente. |
βραχυκυκλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La gotera provocó un cortocircuito en la caja de fusibles. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του provocar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του provocar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.