Τι σημαίνει το cama στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cama στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cama στο πορτογαλικά.

Η λέξη cama στο πορτογαλικά σημαίνει κρεβάτι, στρώση, κλίνη, κατάλυμα, κρεβάτι, ντιβάνι, βάζω στο κρεβάτι, βάζω για ύπνο, κρεβατώνω, καναπές, καναπές-κρεβάτι, αποσπώμενο κρεβάτι, υπόστρωμα, πηγαίνω για ύπνο, πηγαίνω στο κρεβάτι, πτυσσόμενος καναπές, στο κρεβάτι, στο κρεβάτι, σεντόνια, ράντζο, λευκά είδη, προσκέφαλο, κρεβάτι για τεχνητό μαύρισμα, στρώμα με νερό, υπνόσακος, κρεβάτι με ουρανό, κρεβάτι ασθενούς, κρεβάτι αρρώστου, υπέρδιπλο κρεβάτι, υπέρδιπλο κρεβάτι, σεντόνια, σκεπάσματα, διπλό κρεβάτι, πτυσσόμενο κρεβάτι, σπαστό κρεβάτι, κρεβάτι με ουρανό, μονό κρεβάτι, υπνόσακος, σλίπινγκ μπαγκ, κοριός, διπλό δωμάτιο, δωμάτιο με διπλό κρεβάτι, υπέρδιπλο κρεβάτι, κρεβάτι σκύλου, στρωσίδια, στρώνω το κρεβάτι, στρώνω το κρεβάτι μου, σηκώνομαι από το κρεβάτι, πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι, σηκώνομαι από το κρεβάτι, στρώνω το κρεβάτι, βρέχω το κρεβάτι, πάω για ύπνο, στριφογυρίζω, αρρωσταίνω, ρίχνω στο κρεβάτι, ξαπλωμένος, ράντζο, ντουλάπι για σεντόνια και πετσέτες, σαν κεφαλάρι στην πλευρά των ποδιών του κρεβατιού, ράντζο, στρώνω, σκεπάζω, πηδιέμαι, γαμιέμαι, νοσοκομειακή κλίνη, νυκτερινή ενούρηση, -, κοιμάμαι στο ίδιο κρεββάτι με κπ χωρίς να βγάλω τα ρούχα μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cama

κρεβάτι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vou pôr lençóis limpos na sua cama.
Θα στρώσω καθαρά σεντόνια στο κρεβάτι σου.

στρώση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A salada foi servida em uma camada de alface.

κλίνη

(επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A ala tem seis leitos e uma vista para o terreno do hospital.
Ο θάλαμος έχει έξι κρεβάτια και θέα στον εξωτερικό χώρο του νοσοκομείου.

κατάλυμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele estava procurando uma pousada para pernoitar.
Έψαχνε ένα μέρος για να κοιμηθεί το βράδυ.

κρεβάτι

substantivo feminino (figurado, relação marital)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ντιβάνι

substantivo feminino (estreita)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O quarto da empregada tinha uma pia e uma cama estreita.
Το δωμάτιο της υπηρέτριας είχε έναν νιπτήρα και ένα στενό ντιβάνι.

βάζω στο κρεβάτι, βάζω για ύπνο

expressão verbal (para descansar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A enfermeira tinha de dar banho e pôr na cama as crianças às sete horas.

κρεβατώνω

expressão verbal (ter relações sexuais) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele tinha ido para a cama com incontáveis mulheres.

καναπές

substantivo masculino (móvel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καναπές-κρεβάτι

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αποσπώμενο κρεβάτι

substantivo masculino (cama embutida)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπόστρωμα

(para animais)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πηγαίνω για ύπνο, πηγαίνω στο κρεβάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Está ficando muito tarde, vou deitar.
Έχει πάει αργά και θα πάω για ύπνο.

πτυσσόμενος καναπές

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

στο κρεβάτι

locução adverbial (informal, figurado, sexualmente) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο κρεβάτι

(figurado, gíria, vulgar) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σεντόνια

substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ράντζο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O visitante dormiu numa cama dobrável na varanda dos fundos.
Ο επισκέπτης κοιμήθηκε σε ένα ράντζο στην πίσω βεράντα.

λευκά είδη

Tom trocou sua roupa de cama.
Ο Τομ άλλαξε τα σεντόνια στο κρεββάτι του.

προσκέφαλο

(χώρος δίπλα σε κρεβάτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρεβάτι για τεχνητό μαύρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στρώμα με νερό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπνόσακος

expressão

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κρεβάτι με ουρανό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρεβάτι ασθενούς, κρεβάτι αρρώστου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υπέρδιπλο κρεβάτι

substantivo feminino

υπέρδιπλο κρεβάτι

Uma cama queen size é mais longa e mais larga que uma cama de casal.

σεντόνια, σκεπάσματα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

διπλό κρεβάτι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Έχεις στην κρεβατοκάμαρα διπλό κρεβάτι με εσωτερικό μπάνιο;

πτυσσόμενο κρεβάτι, σπαστό κρεβάτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρεβάτι με ουρανό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μονό κρεβάτι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπνόσακος, σλίπινγκ μπαγκ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nós duas cabemos em um grande saco de dormir.
Χωράμε και οι δύο σε έναν μεγάλο υπνόσακο.

κοριός

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διπλό δωμάτιο, δωμάτιο με διπλό κρεβάτι

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υπέρδιπλο κρεβάτι

(cama de casal extra larga)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρεβάτι σκύλου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στρωσίδια

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

στρώνω το κρεβάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στρώνω το κρεβάτι μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σηκώνομαι από το κρεβάτι

expressão

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σηκώνομαι από το κρεβάτι

expressão

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Τα μαλλιά του καθηγητή ήταν πάντα ανακατεμένα σαν να είχε μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι.

στρώνω το κρεβάτι

ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τώρα που χρησιμοποιούμε παπλώματα αντί για σεντόνια και κουβέρτες, το να στρώνεις το κρεβάτι είναι πολύ πιο εύκολο. Η κυρία Νέλσον επιμένει να στρώνουν τα παιδιά τα κρεβάτια τους κάθε πρωί.

βρέχω το κρεβάτι

(informal, urinar durante o sono)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάω για ύπνο

expressão verbal (ir dormir)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στριφογυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αρρωσταίνω

expressão (informal - passar mal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu acabei de cair de cama com uma febre.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η γιαγιά μου αρρώστησε από μια περίεργη ασθένεια και κανείς δεν μπόρεσε να βγάλει διάγνωση.

ρίχνω στο κρεβάτι

locução verbal (adoecer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαπλωμένος

locução adverbial

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ράντζο

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Havia quatro camas de campanha na cabana do acampamento.
Υπήρχαν τέσσερα ράντζα στη σκηνή των κατασκηνωτών.

ντουλάπι για σεντόνια και πετσέτες

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σαν κεφαλάρι στην πλευρά των ποδιών του κρεβατιού

substantivo masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ράντζο

(militar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στρώνω

expressão (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκεπάζω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela lia uma história de ninar para as crianças antes de colocá-las na cama.
Διάβασε στα παιδιά ένα παραμύθι πριν τα σκεπάσει.

πηδιέμαι, γαμιέμαι

(figurado) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se você espera que eu vá para a cama com você no primeiro encontro, pense duas vezes!
Αν νομίζεις ότι θα πηδηχτώ από το πρώτο ραντεβού, γελιέσαι!

νοσοκομειακή κλίνη

(επίσημο)

νυκτερινή ενούρηση

substantivo masculino

-

expressão verbal (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ela caiu de cama.
Αρρώστησε.

κοιμάμαι στο ίδιο κρεββάτι με κπ χωρίς να βγάλω τα ρούχα μου

expressão verbal (namorados)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cama στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του cama

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.