Τι σημαίνει το qualified στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης qualified στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του qualified στο Αγγλικά.

Η λέξη qualified στο Αγγλικά σημαίνει αναγνωρισμένος, που έχει τα προσόντα για κτ, που έχει τα απαραίτητα προσόντα για κτ, που περιέχει επιφυλάξεις, πληρώ τις προϋποθέσεις, ικανοποιώ τις απαιτήσεις, πληρώ τις προϋποθέσεις, ικανοποιώ τις απαιτήσεις, περνάω τις εξετάσεις για να γίνω κτ, προκρίνομαι, έχω δικαίωμα συμμετοχής, μετριάζω, αμβλύνω, μετριάζω, αμβλύνω, προετοιμάζω κπ για κτ, προετοιμάζω κπ για να κάνει κτ, δίνω σε κπ το δικαίωμα να κάνει κτ, προσδιορίζω, ειδικευμένο προσωπικό, καταρτισμένο προσωπικό, που δεν διαθέτει επαρκή προσόντα, με κατάλληλα προσόντα, με επαρκή προσόντα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης qualified

αναγνωρισμένος

adjective (certified to do job)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sasha has finished her training and she is now a qualified barrister.
Η Σάσα ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της και είναι πλέον πτυχιούχος δικηγόρος.

που έχει τα προσόντα για κτ, που έχει τα απαραίτητα προσόντα για κτ

(having skills for a job)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mark is qualified for the job thanks to his years of experience as a manager.
Ο Μαρκ έχει τα προσόντα για τη δουλειά χάρη στην πολύχρονη εμπειρία του ως διευθυντής.

που περιέχει επιφυλάξεις

adjective (limited, mitigated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Edwin's agreement was qualified.
Η σύμβαση του Έντγουιν περιείχε όρους (or: περιείχε περιορισμούς).

πληρώ τις προϋποθέσεις, ικανοποιώ τις απαιτήσεις

intransitive verb (meet requirements)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Robert wanted to enter the competition, but the officials told him he didn't qualify.
Ο Ρόμπερτ ήθελε να συμμετάσχει στον διαγωνισμό αλλά οι υπεύθυνοι του είπαν ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις (or: ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις).

πληρώ τις προϋποθέσεις, ικανοποιώ τις απαιτήσεις

(meet requirements for) (για κτ ή με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The family received a letter saying they qualified for state benefits. Jeremy has qualified for entry into one of the country's top schools.
Η οικογένεια έλαβε ένα γράμμα που ανέφερε ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις (or: ικανοποιούσε τις απαιτήσεις) για τη λήψη κρατικών επιδομάτων.

περνάω τις εξετάσεις για να γίνω κτ

(pass exams for: a job)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Evelyn has qualified as a plumber.
Η Έβελιν έχει πιστοποιηθεί ως υδραυλικός.

προκρίνομαι

intransitive verb (sports: pass first round)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Murray has qualified and will now go through to the next round.
Ο Μάρεϊ προκρίθηκε και θα περάσει τώρα στον επόμενο γύρο.

έχω δικαίωμα συμμετοχής

(sport: be eligible to compete in)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In order to qualify for this race, you must be a member of a recognised sporting club.
Για να έχετε δικαίωμα συμμετοχής σε αυτόν τον αγώνα, θα πρέπει να είστε μέλος κάποιου αναγνωρισμένου αθλητικού συλλόγου.

μετριάζω, αμβλύνω

transitive verb (statement: moderate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
William qualified his statement by saying that of course he didn't mean all women drivers.
Ο Γουίλιαμ μάζεψε (or: συμμάζεψε) τα λεγόμενά του αναφέροντας ότι δεν μιλούσε φυσικά για όλες τις γυναίκες οδηγούς.

μετριάζω, αμβλύνω

(statement: moderate by saying) (κτ με κτ ή λέγοντας κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Agnes qualified her claim with an admission that she did not know the exact statistics.
Η Άγκνες μετρίασε (or: άμβλυνε) τον ισχυρισμό της με την παραδοχή ότι δεν γνώριζε τα ακριβή στατιστικά.

προετοιμάζω κπ για κτ

(educate, prepare: for a job)

This course will qualify students for a career in marketing.
Αυτό το μάθημα θα προετοιμάσει τους σπουδαστές για μια καριέρα στο μάρκετινγκ.

προετοιμάζω κπ για να κάνει κτ

verbal expression (educate, prepare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This course will qualify students to teach at secondary level.
Αυτό το μάθημα θα προετοιμάσει τους σπουδαστές για να διδάξουν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

δίνω σε κπ το δικαίωμα να κάνει κτ

verbal expression (figurative (make eligible, give right)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I think your years of experience as a mother qualify you to give her advice.

προσδιορίζω

transitive verb (grammar: modify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adjectives are words that qualify nouns.

ειδικευμένο προσωπικό, καταρτισμένο προσωπικό

noun (trained staff)

που δεν διαθέτει επαρκή προσόντα

adjective (not enough qualifications)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με κατάλληλα προσόντα, με επαρκή προσόντα

adjective (having good qualifications)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του qualified στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.