Τι σημαίνει το quality στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quality στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quality στο Αγγλικά.

Η λέξη quality στο Αγγλικά σημαίνει ποιότητα, χαρακτηριστικό, φύση, ποιοτικός, κύρος, ποιότητα, ανθεκτικός, καλλιτεχνική ποιότητα, αισθητική ποιότητα, αισθητική ποιότητα, αισθητική, καλαισθησία, υψηλή ποιότητα, εξαιρετική ποιότητα, άριστη ποιότητα, υψηλής ποιότητας, εξαιρετικής ποιότητας, άριστης ποιότητας, καλύτερη ποιότητα, καλύτερης ποιότητας, κακή ποιότητα, κακής ποιότητας, καλύπτω προδιαγραφές ποιότητας, κακή ποιότητα, κακής ποιότητας, διασφάλιση ποιότητας, έλεγχος ποιότητας, βελτίωση ποιότητας, διαχείριση ποιότητας, ποιότητα ζωής, διαδικασία ελέγχου ποιότητας, ποιοτικός χρόνος, χροιά ήχου, κορυφαίας ποιότητας, ύψιστης ποιότητας, άριστης ποιότητας, φωνητική χροιά, χροιά φωνής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quality

ποιότητα

noun (relative excellence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is a suit of high quality.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Για ένα καλό αυτοκίνητο απαιτούνται υλικά υψηλής ποιότητας.

χαρακτηριστικό

noun (attribute)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He has some good qualities.
Έχει κάποια καλά χαρακτηριστικά.

φύση

noun (nature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The quality of true love is not selfish.
Η φύση της αληθινής αγάπης δεν είναι εγωιστική.

ποιοτικός

adjective (high quality)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That company makes quality products.
Αυτή η εταιρεία κατασκευάζει προϊόντα ποιότητας.

κύρος

noun (dated (high status)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They are people of quality.
Είναι άτομα υψηλής κοινωνικής θέσης.

ποιότητα

noun (music: tone texture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
These speakers reproduce the sound quality extremely well.

ανθεκτικός

noun as adjective (materials: durable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλλιτεχνική ποιότητα, αισθητική ποιότητα

noun (aesthetic appeal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αισθητική ποιότητα

noun (characteristic)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αισθητική, καλαισθησία

noun (attractiveness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υψηλή ποιότητα, εξαιρετική ποιότητα, άριστη ποιότητα

noun (excellence)

The company guarantees a high quality of service.

υψηλής ποιότητας, εξαιρετικής ποιότητας, άριστης ποιότητας

adjective (excellent)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Businesses must produce high-quality goods to be competitive in international markets.

καλύτερη ποιότητα

noun (finest)

For my best friend, I'd like a gift of the highest quality.

καλύτερης ποιότητας

adjective (finest)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
That factory produces the highest-quality chocolate.

κακή ποιότητα

noun (inferiority)

His work was of low quality, and customers rarely employed his services a second time.

κακής ποιότητας

adjective (inferior, poor)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Low-quality electronics stop working soon after you buy them.

καλύπτω προδιαγραφές ποιότητας

verbal expression (be of established standards)

The goods were sent back to the manufacturer because they did not meet quality requirements.

κακή ποιότητα

noun (inferior quality)

The publisher refused to publish the book because of its poor quality.

κακής ποιότητας

noun as adjective (of inferior quality)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διασφάλιση ποιότητας

noun (product evaluation, control)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έλεγχος ποιότητας

(system for maintaining quality)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βελτίωση ποιότητας

noun (process of enhancing a product)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαχείριση ποιότητας

noun (ensuring and improving a product's quality)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ποιότητα ζωής

noun (comfort and enjoyment in one's existence)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαδικασία ελέγχου ποιότητας

noun (procedure for assessing [sth])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
All the courses offered by the college go through a quality review process.

ποιοτικός χρόνος

noun (dedicated period of attention)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χροιά ήχου

noun (timbre of musical note)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κορυφαίας ποιότητας, ύψιστης ποιότητας, άριστης ποιότητας

adjective (best quality)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

φωνητική χροιά, χροιά φωνής

noun (vocal tone or timbre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many actors and actresses are known for their musical voice quality.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quality στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του quality

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.