Τι σημαίνει το quase στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quase στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quase στο πορτογαλικά.

Η λέξη quase στο πορτογαλικά σημαίνει σχεδόν, παραλίγο, περίπου, πάνω κάτω, σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν, αρκετά κοντά, πάνω κάτω, στο περίπου, σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν, περίπου, σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν, παραλίγο, περίπου, σχεδόν, σχεδόν, κάπως, σχεδόν, παραλίγο να κάνω κτ, σχεδόν, ουσιαστικά, σχεδόν γίνομαι, έτοιμος, σκάρτος, μισο-, μόλις, σχεδόν, μόλις, σχεδόν ποτέ, σχεδόν το ίδιο, πολύ όμοιο, ακριβώς σαν κτ, που δεν θέλει πολύ για να συμβεί, ελάχιστοι, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, περίπου, πάνω-κάτω ίδιος, ανήκουστος, εξασθενημένος, αδύναμος, ελάχιστα ή καθόλου, σχεδόν αδύνατον, σχεδόν ίδιος, έτοιμος να βάλει τα κλάμματα, σχεδόν έτοιμος, σχεδόν σίγουρος, που έχει σχεδόν τελειώσει, υποστελεχωμένος, σχεδόν ποτέ, σχεδόν παντού, τις πιο πολλές φορές, για πενταροδεκάρες, σχεδόν πάντα, σχεδόν ποτέ, κορίτσι που μόλις ενηλικιώθηκε, βλέπω κτ με δυσκολία, πάμφθηνα, τζάμπα, τολμηρός, πικάντικος, παρατρίχα, ημικρατικός οργανισμός, παραλίγο, παρά λίγο, ελάχιστος, κοψοχολιάζω, κλαίω από τα γέλια, τσακώνομαι, τα παίρνω στο κρανίο, τα παίρνω, αγγίζω τα όρια, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, ελάχιστος, πάνω-κάτω ο ίδιος, σχεδόν, βλέπω με δυσκολία, έχω σχεδόν ξεπεράσει κτ, έχω σχεδόν συνέλθει από κτ, σχεδόν, παραλίγο επιτυχής βολή, μου λείπει, σχεδόν κάνω κάτι, παραλίγο να κάνω κάτι, παραλίγο, παραλίγο επιτυχής, μαυριδερός, κοντά στα τριάντα, περίπου τριάντα, τίποτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quase

σχεδόν

advérbio (περίπου)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele estava quase em casa, quando o carro quebrou.
Ήταν σχεδόν σπίτι όταν χάλασε το αυτοκίνητο.

παραλίγο

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu quase me envolvi em um acidente esta manhã.
Παραλίγο να πάθω ατύχημα το πρωί!

περίπου, πάνω κάτω

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχεδόν

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχεδόν

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχεδόν

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Há apenas um bilhete - estamos quase esgotados. O bebê está quase adormecido.
Έχει μείνει ένα εισιτήριο - σχεδόν ξεπουλήσαμε.

αρκετά κοντά

advérbio (bem perto)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πάνω κάτω, στο περίπου

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu trabalhei a noite toda na pintura e está quase terminada.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχεδόν

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Δεν αξίζει σχεδόν τίποτα σ' αυτήν την κατάσταση.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A chuva está quase no fim agora.
Η βροχή έχει σχεδόν τελειώσει τώρα.

σχεδόν

advérbio (próximo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
São quase nove horas.
Κοντεύει εννιά η ώρα.

σχεδόν, περίπου

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você e eu estamos quase da mesma altura.

σχεδόν

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quase todos eles estão em casa à noite.
Σχεδόν όλοι τους είναι στο σπίτι το βράδυ.

σχεδόν

advérbio (aproximadamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Faz quase cinco anos desde que vi meus amigos.

σχεδόν

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Já são quase seis horas.
Κοντεύει έξι η ώρα.

παραλίγο

(resultado negativo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu quase esqueci de trancar a porta.

περίπου, σχεδόν

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχεδόν, κάπως

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχεδόν

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era quase noite quando eles chegaram.

παραλίγο να κάνω κτ

advérbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O pobre garoto quase congelou.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ουσιαστικά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tudo que disse a Tim foi "Bom dia," e ele praticamente explodiu de raiva comigo!
Το μόνο που είπα στον Τιμ ήταν «Καλημέρα» και εκείνος σχεδόν μου πήρε το κεφάλι!

σχεδόν γίνομαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έτοιμος

(να κάνω κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκάρτος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Adicione pouco menos que um quarto de quartilho de água aos outros ingredientes.
Πρόσθεσε κάτι λιγότερο από ένα τέταρτο της πίντας νερό στα υπόλοιπα υλικά.

μισο-

advérbio

Estou quase pronto.
Είμαι μισοέτοιμος να φύγουμε.

μόλις

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mal tem comida suficiente para todo mundo na festa.
Το φαγητό ίσα που φτάνει για όλους στο πάρτι.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O gatinho mal era maior do que a palma da minha mão.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Τζιμ δεν επισκέπτεται σχεδόν ποτέ τους γονείς του.

μόλις

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tim era um empreendedor brilhante; ele mal tinha vinte anos quando ganhou seu primeiro milhão.
Ο Τιμ ήταν εξαιρετικός επιχειρηματίας. Ήταν με το ζόρι είκοσι χρονών όταν έβγαλε το πρώτο του εκατομμύριο.

σχεδόν ποτέ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σχεδόν το ίδιο, πολύ όμοιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η τσάντα χειρός και τα παπούτσια της μητέρας μου δεν έχουν ακριβώς το ίδιο χρώμα, αλλά είναι πολύ όμοια.

ακριβώς σαν κτ

(muito parecido)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Amy comprou um par de sapatos igualzinho aos seus.
Η Έιμυ έχει πάρει ένα ζευγάρι παπούτσια ολόιδια με τα δικά σου.

που δεν θέλει πολύ για να συμβεί

(figurado: esperando para acontecer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ελάχιστοι

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

περίπου

Η Αντριάνα έχει μια φίλη, ή περίπου φίλη, με την οποία βρίσκεται όταν οι άλλοι φίλοι της είναι απασχολημένοι.

πάνω-κάτω ίδιος

locução adverbial

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ανήκουστος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξασθενημένος, αδύναμος

locução adjetiva (som) (ήχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελάχιστα ή καθόλου

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχεδόν αδύνατον

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχεδόν ίδιος

locução adjetiva

έτοιμος να βάλει τα κλάμματα

(perto de chorar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Τζον ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάμματα αφότου η Λίντα τον αποκάλεσε άσχημο.

σχεδόν έτοιμος

locução adverbial

σχεδόν σίγουρος

locução adjetiva

Estou quase certo de que desliguei o forno, mas talvez eu deva voltar e checar.

που έχει σχεδόν τελειώσει

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποστελεχωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σχεδόν ποτέ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu quase nunca bebo pela manhã.
Δεν πίνω σχεδόν ποτέ το πρωί.

σχεδόν παντού

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τις πιο πολλές φορές

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για πενταροδεκάρες

locução adverbial (a muito bom preço)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχεδόν πάντα

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σχεδόν ποτέ

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κορίτσι που μόλις ενηλικιώθηκε

locução adjetiva

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ela era quase maior de idade quando eles dormiram juntos pela primeira vez.

βλέπω κτ με δυσκολία

expressão (ter dificuldades para enxergar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάμφθηνα, τζάμπα

locução adverbial (a muito bom preço)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Όταν παντρευτήκαμε αγοράσαμε έναν παλιό καναπέ πάμφθηνα. Σε ένα παζάρι μπορείς να αγοράσεις οτιδήποτε θελήσεις τζάμπα.

τολμηρός, πικάντικος

(potencialmente ofensivo) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παρατρίχα

(μτφ, καθομ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ημικρατικός οργανισμός

expressão

παραλίγο, παρά λίγο

(figurado)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Παρά τρίχα δεν συγκρούστηκαν τα δύο οχήματα.

ελάχιστος

locução adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Μου έμειναν ελάχιστα χρήματα στην τράπεζα, αφότου πλήρωσα τον υπέρογκο τηλεφωνικό λογαριασμό. Κατάφερε να ετοιμάσει ένα πλουσιοπάροχο γεύμα σχεδόν από το τίποτα (or: με ελάχιστα υλικά).

κοψοχολιάζω

(καθομιλουμένη, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você tinha que pular na minha frente desse jeito? Quase me matou de susto!

κλαίω από τα γέλια

locução verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τσακώνομαι

expressão verbal (informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα παίρνω στο κρανίο, τα παίρνω

expressão verbal (inf., ficar enfurecido) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγγίζω τα όρια

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το να συνεργαστείς με ένα άτομο που έχει καταδικαστεί για απάτη αγγίζει τα όρια της τρέλας!

πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ελάχιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πάνω-κάτω ο ίδιος

locução adverbial

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σχεδόν

locução prepositiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O casal está casado por quase trinta anos.

βλέπω με δυσκολία

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω σχεδόν ξεπεράσει κτ, έχω σχεδόν συνέλθει από κτ

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Já terminamos a maior parte do projeto.
Έχουμε σχεδόν τελειώσει το έργο.

παραλίγο επιτυχής βολή

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μου λείπει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Preciso ir às compras: estamos quase sem pão e leite.
Πρέπει να πάω για ψώνια· μας έχει τελειώσει το ψωμί και το γάλα.

σχεδόν κάνω κάτι, παραλίγο να κάνω κάτι

locução verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραλίγο

expressão (veículo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παραλίγο επιτυχής

expressão (για βολή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαυριδερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοντά στα τριάντα, περίπου τριάντα

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τίποτα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quase στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.