Τι σημαίνει το quarto στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quarto στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quarto στο πορτογαλικά.

Η λέξη quarto στο πορτογαλικά σημαίνει τέταρτος, κρεβατοκάμαρα, ένα τέταρτο, ένα τέταρτο γαλονιού, ένα τέταρτο του γαλονιού, υπνοδωμάτιο, τέταρτος, ένα τέταρτο, δωμάτιο, τέταρτος, τέταρτο, ένα τέταρτο, ο τέταρτος, δεκαπεντάλεπτο, υπνοδωμάτιο, τέταρτο, τέταρτος, κρεβατοκάμαρα, δωμάτιο, καμπίνα, οχτασέλιδο, κοιτώνας, τουαλέτα, γωνία, κόχη, σουίτα, βρεφικό δωμάτιο, μωρουδιακό δωμάτιο, μονόκλινο δωμάτιο, δέκατος τέταρτος, εικοστός τέταρτος, δίκλινος, και τέταρτο, παρά τέταρτο, παρά τέταρτο, δωμάτιο ασθενούς, δωμάτιο, φαρδίνιο, φαρδίνι, δωμάτιο επισκεπτών, μπροστινό τέταρτο, πιάνο με κοντή ουρά, πιάνο με κοντή ουρά, ξενώνας, κύριο υπνοδωμάτιο, υπηρεσία δωματίου, τέταρτη θέση, δωμάτιο ξενοδοχείου, τέταρτο, δωμάτιο ανάρρωσης, μικρό δωμάτιο, δωμάτιο φιλοξενούμενων, ξενώνας, δωμάτιο φιλοξενίας, διπλό δωμάτιο, δωμάτιο με διπλό κρεβάτι, μονόκλινο δωμάτιο, και τέταρτο, τέταρτο φλιτζανιού, συσκευασία ενός λίτρου, αριθμός δωματίου, μονόκλινο δωμάτιο, φθίνων αμφίκυρτος, κρεβατοκάμαρα, συγκάτοικος, χωρητικότητα που ισούται με εννιά γαλόνια, ο εικοστός τέταρτος, τέταρτος, δέκατος τέταρτος, βιβλίο μεγέθους περίπου 24x30 cm, κρεββάτι που μοιράζεται με βάρδιες, housekeeping, μοιράζομαι ένα κρεββάτι με βάρδιες, σεξουαλικός, ερωτικός, μονάδα μέτρησης στερεών, 8.8 λίτρα, φθίνουσα φάση, σαράντα πέντε μοιρών, 45 μοιρών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quarto

τέταρτος

numeral (item, pessoa: 4º em uma série, lista)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kate era a quarta pessoa na fila.
Η Κέιτ ήταν το τέταρτο άτομο στη σειρά.

κρεβατοκάμαρα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela dormiu no quarto dela.
Κοιμήθηκε στο δωμάτιό της.

ένα τέταρτο

substantivo masculino (fração)

Um quarto de doze é três.
Ένα όγδοο και ένα όγδοο κάνουν ένα τέταρτο.

ένα τέταρτο γαλονιού

substantivo masculino (medida)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ένα τέταρτο του γαλονιού

substantivo masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπνοδωμάτιο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τέταρτος

numeral (ordem de chegada)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ένα τέταρτο

advérbio

Το ένα τέταρτο του δώδεκα είναι το τρία. // Τα τρία τέταρτα του 200 είναι το 150.

δωμάτιο

substantivo masculino (hotel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Alô, você tem um quarto disponível para este fim de semana?
Γεια σας, έχετε διαθέσιμα δωμάτια γι' αυτό το Σαββατοκύριακο;

τέταρτος

numeral (item, pessoa: 4º em uma série, lista)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu consigo lembrar das três primeiras regras, mas esqueci da quarta.
Θυμάμαι τους τρεις πρώτους κανόνες αλλά ξέχασα τον τέταρτο.

τέταρτο

numeral (fração: a 4ª parte)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Um quarto dos lucros da empresa são doados para uma instituição de caridade.
Ένα τέταρτο από τα έσοδα της εταιρείας γίνεται δωρεά για φιλανθρωπικούς σκοπούς.

ένα τέταρτο

substantivo masculino (quarta parte de algo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ο τέταρτος

numeral (4º monarca com nome especificado)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Louis IV tomou o trono em 939 EC.
Ο Λουδοβίκος ο ο τέταρτος ανέβηκε στον θρόνο τον 939 μ.Χ.

δεκαπεντάλεπτο

substantivo masculino (período esportivo, 15 minutos)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O time da casa está jogando bem nesse quarto.

υπνοδωμάτιο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τέταρτο

substantivo masculino (fase da lua)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A lua está em seu último quarto.

τέταρτος

substantivo masculino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρεβατοκάμαρα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δωμάτιο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele foi para o quarto ler um livro.

καμπίνα

(dormitório, cama, etc.) (μέσο μεταφοράς)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οχτασέλιδο

κοιτώνας

substantivo masculino (σε σχολείο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τουαλέτα

(estrangeirismo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γωνία, κόχη

(recesso)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σουίτα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βρεφικό δωμάτιο, μωρουδιακό δωμάτιο

(BRA, quarto do bebê)

Enquanto a mãe e o pai jantam, o bebê dorme no berçário.
Ενώ η μαμά και ο μπαμπάς τρώνε βραδινό, το μωρό κοιμάται στο παιδικό δωμάτιο.

μονόκλινο δωμάτιο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ele estava viajando sozinho, então ficou num quarto individual.

δέκατος τέταρτος

numeral (14o. numa lista) (σε λίστα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εικοστός τέταρτος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δίκλινος

(hotel) (2 μονά κρεβάτια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

και τέταρτο

(ώρα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele chegou às nove e quinze.

παρά τέταρτο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Te encontro às quinze para uma... da tarde, claro.

παρά τέταρτο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
São quase quinze para as cinco; estamos atrasados.
Είναι σχεδόν πέντε παρά τέταρτο, έχουμε αργήσει

δωμάτιο ασθενούς

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δωμάτιο

(quantidade que cabe num quarto)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φαρδίνιο, φαρδίνι

(antiga moeda inglesa) (παλιό νόμισμα Βρετανίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δωμάτιο επισκεπτών

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπροστινό τέταρτο

(μπροστά πόδι ζώου, ομωπλάτη κλπ)

πιάνο με κοντή ουρά

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πιάνο με κοντή ουρά

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Havia um piano de quarto de cauda na sala.

ξενώνας

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κύριο υπνοδωμάτιο

υπηρεσία δωματίου

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τέταρτη θέση

(quarta posição)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δωμάτιο ξενοδοχείου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τέταρτο

(15 minutos) (της ώρας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δωμάτιο ανάρρωσης

(quarto de hospital para cuidados pós-cirúrgicos)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μικρό δωμάτιο, δωμάτιο φιλοξενούμενων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Θα σου στρώσω το κρεβάτι στο δωμάτιο των φιλοξενούμενων.

ξενώνας, δωμάτιο φιλοξενίας

(cama de hóspede)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διπλό δωμάτιο, δωμάτιο με διπλό κρεβάτι

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μονόκλινο δωμάτιο

(para uma pessoa)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Τα μονόκλινα δωμάτια εδώ δεν είναι μεγαλύτερα από τα κρεβάτια που διαθέτουν. Θα ήθελα να κάνω κράτηση για ένα μονόκλινο δωμάτιο με μπάνιο, παρακαλώ.

και τέταρτο

(quinze minutos após a hora) (χρόνος)

Τώρα είναι τρεις. Μπορώ να μείνω εδώ μέχρι τις και τέταρτο.

τέταρτο φλιτζανιού

substantivo masculino (medida: um quarto de uma xícara)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συσκευασία ενός λίτρου

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αριθμός δωματίου

(σε ξενοδοχείο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μονόκλινο δωμάτιο

(para uma pessoa)

φθίνων αμφίκυρτος

(astronomia: fase da lua) (φάση σελήνης)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κρεβατοκάμαρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συγκάτοικος

(κοινό δωμάτιο)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Susan não pode pagar por um quarto individual nas acomodações de sua universidade, mas ela se dá bem com sua colega de quarto, então não se incomoda de dividir.
Η Σούζαν δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να νοικιάσει δικό της δωμάτιο στην εστία του πανεπιστημίου, αλλά τα πηγαίνει καλά με τη συγκάτοικό της και γι' αυτό δεν την πειράζει να μοιράζεται μαζί της το δωμάτιο.

χωρητικότητα που ισούται με εννιά γαλόνια

(medida de capacidade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ο εικοστός τέταρτος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τέταρτος

locução adverbial (em 4º lugar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rom chegou em quarto.
Ο Ρον ήρθε τέταρτος στον αγώνα.

δέκατος τέταρτος

numeral (ordinal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βιβλίο μεγέθους περίπου 24x30 cm

adjetivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κρεββάτι που μοιράζεται με βάρδιες

substantivo masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

housekeeping

substantivo masculino (hotel)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μοιράζομαι ένα κρεββάτι με βάρδιες

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σεξουαλικός, ερωτικός

locução adjetiva (de sexo ou de casos)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μονάδα μέτρησης στερεών, 8.8 λίτρα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φθίνουσα φάση

substantivo masculino (lua)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σαράντα πέντε μοιρών, 45 μοιρών

expressão (virar 45º)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Faça um quarto de volta para a direita.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quarto στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.