Τι σημαίνει το que στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης que στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του que στο Γαλλικά.

Η λέξη que στο Γαλλικά σημαίνει από, από, που, που, που, ότι, πως, τι, πόσο, τι, οποίος, -, τι, που, ας, τι, αυτός, τι, τι, τι, μόνο, μόλις, πολυχρηστικός, που ενεργοποιείται με βάση την ώρα, ίσως, ομολογουμένως, όποτε, δυνατόν, έτσι ακριβώς, τίποτα, μίσθαρνο όργανο, υπερσυντέλικος, προειδοποίηση, υπερσυντέλικος, προτιμήσεις, μόνο, μόλις, μετά, ήδη από, όποιος, πρέπει, πρέπει, πιάνω κπ, λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μου, αποδίδεται δικαιοσύνη, πιάνω το νόημα, ελπίζω, υποθέτω, εικάζω, σταχυολογώ, ερανίζομαι, αλιεύω, ξεπερνώ στο τρέξιμο, προηγούμαι, πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον,κάτι, ξεπερνώ σε εξυπνάδα, φαίνομαι πιο έξυπνος, υπερνικώ, ξεπερνώ, φροντίζω να γίνει κτ, καλύτερα, πεπεισμένος ότι/πως, που βρίσκεται στην αρχή, κατά τα φαινόμενα, σεβόμενος, υποψία, κουτσομπολιό, Βατερλώ, πρέπει, ελπίζω, αρκετός, τίποτα, μπελάς, αναλώσιμοι, επισπεύδω, ό,τι, πρέπει, το μη ορατό, ανθρωπάκι, πρέπει, έχω, που τον προκαλεί κπ στον εαυτό του, αλήθεια, όντως, πράγματι, πραγματικά, επειδή, καθώς, είμαι τέλειος, πρέπει, πώς και...;, ελπίζοντας πως, με την ελπίδα πως, είναι απαραίτητο να, ίσως να, μπορεί να, φαίνεται, αξιοσημείωτος, σημαντικός, ενδεικτικός, τυχερός, ακαθόριστος, εύλογος, βάσιμος, που μπορεί να αποκρυφθεί, συναγόμενος, που συγχέεται εύκολα με κάτι άλλο, μη κρυσταλλικός, αναβιώσιμος, εκπαιδεύσιμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης que

από

conjonction (comparaison)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Elle est plus intelligente que lui. Je pense qu'il est beaucoup plus facile de comprendre le portugais que de le parler.
Είναι πιο έξυπνη από εκείνον. Νομίζω ότι είναι πολύ πιο εύκολο να καταλάβεις τα Πορτογαλικά από το να τα μιλήσεις.

από

conjonction (comparaison)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Ma nouvelle voiture est beaucoup plus rapide que la précédente.
Το καινούριο μου αμάξι είναι πολύ πιο γρήγορο από το παλιό.

που

(objet)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Le repas que j'ai mangé hier m'a donné mal au ventre.

που

pronom

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Vu la direction qu'il a prise, je dirais qu'il allait en ville.
Από την κατεύθυνση που πήρε, θα έλεγα ότι πηγαίνει στην πόλη.

που

conjonction (résultat)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Il avait tellement faim qu'il pouvait entendre son ventre gargouiller.
Πεινούσε τόσο πολύ που άκουγε το στομάχι του να γουργουρίζει.

ότι, πως

conjonction

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Il a dit qu'il ne voulait pas y aller.
Είπε ότι (or: πως) δεν ήθελε να φύγει.

τι

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Que fais-tu pour gagner ta vie en hiver ?

πόσο, τι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Comme c'est gentil à vous !
Πόσο (or: Τι) ευγενικό εκ μέρους σου!

οποίος

(objet du verbe)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Le singe, que le responsable a choisi, était très amical.
Η μαϊμού που επέλεξε ο φύλακας από την φυλή, ήταν πολύ φιλική.

-

conjonction (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il ne fait pas de doute qu'il est le meilleur de l'équipe.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι ο καλύτερος άνθρωπος στην ομάδα.

τι

pronom

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

που

(sujet du verbe)

La nourriture qui reste sera jetée.
Το φαγητό το οποίο περίσσεψε θα περταχτεί.

ας

(vieilli)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Puissent vos enfants être toujours en bonne santé et heureux.
Μακάρι να είναι πάντα υγιή και ευτυχισμένα τα παιδια.

τι

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Que veux-tu manger ?
Τι θέλεις να φας;

αυτός

(sujet)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ce qui est le plus surprenant, c'est que le chien a réussi à retrouver sa maison.
Αυτό που με εξέπληξε είναι πως ο σκύλος βρήκε το δρόμο για το σπίτι.

τι

pronom

Qu'est-ce que cela peut bien te faire ?

τι

pronom

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Qu'est-ce qui te fait mal ? Ton rein ?

τι

pronom

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Qu'est-ce que ça peut faire ?

μόνο, μόλις

(για ποσότητα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La princesse ne peut pas épouser un simple boucher.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο αγρότης έβγαλε μόνο 100 κιλά πατάτες από ολόκληρο το χωράφι του.

πολυχρηστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η κολοκύθα είναι ένα λαχανικό που έχει πολλές χρήσεις. Μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις σε πολλά γεύματα, όπως σε σούπες, σε πιάτα με κάρι και σε πιάτα με ζυμαρικά, ενώ μπορείς επίσης να τη σκαλίσεις για να φτιάξεις ένα φαναράκι.

που ενεργοποιείται με βάση την ώρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ίσως

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nous n'arriverons peut-être pas à les convaincre.
Ίσως δεν καταφέρουμε καν να τους πείσουμε.

ομολογουμένως

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
D'accord, John a eu une mauvaise note à l'interrogation, mais le professeur n'avait pas à l'humilier devant ses camarades comme ça.
Ομολογουμένως ο Τζον τα πήγε άσχημα στο τεστ, αλλά ο δάσκαλος δεν είχε δικαίωμα να τον επιπλήξει έτσι μπροστά στην τάξη.

όποτε

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Quand Sam allait au parc, il fallait toujours qu'il croise un serpent ou deux.
Κάθε φορά που ο Σαμ πήγαινε στο πάρκο, αναπόφευκτα έπεφτε πάνω σε ένα-δύο φίδια.

δυνατόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Προσπάθησε όσο περισσότερο μπορείς για να θυμηθείς τι έγινε.

έτσι ακριβώς

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τίποτα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Une montre comme ça, ça vaut vraiment rien de nos jours !

μίσθαρνο όργανο

(μειωτικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο όρος δεν χρησιμοποιείται συχνά. Αναφέρεται σε κάποιον που δουλεύει μόνο για τα χρήματα, συνήθως με βαρετές, δυσάρεστες υποχρεώσεις και χωρίς δικαίωμα πρωτοβουλίας.

υπερσυντέλικος

nom masculin (ρηματικός χρόνος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προειδοποίηση

(officiel, contractuel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπερσυντέλικος

nom masculin (Gramm) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le plus-que-parfait marque l'antériorité d'une action par rapport à une autre action dans le passé.

προτιμήσεις

nom féminin pluriel

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

μόνο, μόλις

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il lui a fallu seulement 20 minutes pour remplir la grille.
Χρειάστηκε μόνο (or: μόλις) είκοσι λεπτά, για λύσει τον γρίφο.

μετά

(position)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Je me trouve un peu après la pharmacie en ce moment.
Είμαι λίγο μετά το φαρμακείο τώρα.

ήδη από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'épilation au sucre est utilisée dès le règne de Cléopâtre.

όποιος

(και αν/να κάνει κτ)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Quiconque aura le poste de PDG aura, je l'espère, le respect de tout le personnel.
Όποιος κι αν γίνει ο νέος Διευθύνων Σύμβουλος, ελπίζω ότι το προσωπικό θα τον σεβαστεί.

πρέπει

(obligation)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Tu dois te procurer un nouveau permis de conduire.
Πρέπει να βγάλεις καινούρια άδεια οδήγησης.

πρέπει

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je dois finir ma dissertation ce soir.
Πρέπει να τελειώσω την έκθεση σήμερα το βράδυ. Πρέπει να πάρω το τρένο σε 20 λεπτά.

πιάνω κπ

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποδίδεται δικαιοσύνη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιάνω το νόημα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελπίζω

(να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ελπίζουμε να αναρρώσεις γρήγορα.

υποθέτω, εικάζω

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beaucoup de gens supposent que cravate et poste de cadre sont synonymes.
Πολλοί υποθέτουν (or: εικάζουν) ότι η γραβάτα υποδεικνύει άτομο εξουσίας.

σταχυολογώ, ερανίζομαι, αλιεύω

(une information) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεπερνώ στο τρέξιμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προηγούμαι

(με γενική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον,κάτι

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξεπερνώ σε εξυπνάδα, φαίνομαι πιο έξυπνος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υπερνικώ

(λόγω εξυπνάδας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεπερνώ

(vitesse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φροντίζω να γίνει κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Et fais-le avant midi !

καλύτερα

adverbe

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ne t'en fais pas, tu es mieux sans lui.
Μην ανησυχείς, είσαι καλύτερα χωρίς αυτόν. Θα είσαι καλύτερα αν απλώς την αγνοήσεις.

πεπεισμένος ότι/πως

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La vieille femme est persuadée que les membres de sa famille lui volent son argent.
Η ηλικιωμένη κυρία είναι πεπεισμένη ότι μέλη της οικογένειάς της της κλέβουν χρήματα.

που βρίσκεται στην αρχή

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατά τα φαινόμενα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Apparemment, elle n'a pas besoin de répondre aux invitations.

σεβόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

υποψία

(συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'inspectrice n'avait pas encore de preuves, mais elle avait des soupçons sur l'individu qui avait commis le crime.
Η ντετέκτιβ δεν είχε βρει ακόμα αποδείξεις, αλλά είχε υποψίες για το ποιος είχε διαπράξει το έγκλημα.

κουτσομπολιό

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La rumeur court que vous attendez un autre bébé.
Κυκλοφορεί το κουτσομπολιό ότι περιμένεις ένα ακόμη παιδί.

Βατερλώ

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πρέπει

(obligation)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je dois aller au tribunal lundi, sous peine d'être arrêté.

ελπίζω

(να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ελπίζουμε να μπορέσουμε να αλλάξουμε σπίτι πριν το τέλος του επόμενου έτους.

αρκετός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nourriture est plus que suffisante pour tout le monde.
Το φαγητό είναι μπόλικο και φτάνει για όλους.

τίποτα

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Sam a vidé ses poches. « Rien, » dit-il. « Rien ! »
Ο Σαμ γύρισε προς τα έξω τις τσέπες του. «Τίποτα», είπε. «Δεν έχω μία!»

μπελάς

(personne)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αυτός ο τύπος πάντα φέρνει προβλήματα. Είναι αληθινός μπελάς. Μην βγεις μαζί της... έχει παντρευτεί και χωρίσει 5 φορές! Είναι μπελάς!

αναλώσιμοι

(choses) (άτομα)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

επισπεύδω

(un processus, un départ,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Ρέιτσελ ήταν τόσο ενθουσιασμένη για τα γενέθλιά της που πήγε για ύπνο από τις 8 για να επισπεύσει την άφιξη αυτής της ιδιαίτερης μέρας της.

ό,τι

(de la façon) (αυτό που)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Faites comme je dis, pas comme je fais.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φτιάξε το κουτί όπως σου έδειξα.

πρέπει

(να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je dois aider mes parents à déménager.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα χρειαστεί να καταθέσεις όσα είδες στην αστυνομία.

το μη ορατό

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανθρωπάκι

nom masculin et féminin invariable (μεταφορικά, ειρωνικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Elle a toujours été une moins-que-rien impertinente et ses manières ne se sont pas améliorées.

πρέπει

(obligation morale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je dois appeler Julie ce soir. Je le lui ai promis.

έχω

(pour former le passé)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Nos avons gagné la course.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έχω χάσει τα κλειδιά μου.

που τον προκαλεί κπ στον εαυτό του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλήθεια, όντως, πράγματι, πραγματικά

adjectif

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'est juste, je ne suis pas un expert en finance.

επειδή, καθώς

(επίσημο)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Je sais qu'il est coupable car je l'ai vu faire.

είμαι τέλειος

(familier, jeune)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ce film déchire ! Il faut que tu le voies !
Μεγάλε, η ταινία γαμάει! Πρέπει να τη δεις!

πρέπει

(να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Je dois partir maintenant.

πώς και...;

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Comment se fait-il que tous tes chapeaux soient noirs ?
Πώς και είναι μαύρα όλα τα καπέλα σου;

ελπίζοντας πως, με την ελπίδα πως

locution conjonction

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je vous écris dans l'espoir que vous puissiez me proposer un travail.

είναι απαραίτητο να

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il faut que tu prennes tes billets à l'avance.

ίσως να, μπορεί να

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il se peut que le temps s'améliore demain.

φαίνεται

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Il semble que Mickey s'entend bien avec ses nouveaux camarades de classe. Il semble évident que vous ne l'aimez pas.
Φαίνεται ότι ο Μίκι τα πάει πολύ καλά με τους καινούριους συμμαθητές του.

αξιοσημείωτος, σημαντικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah devait rédiger un texte sur un évènement marquant arrivé en Chine à la fin du 19e siècle.
Η Σάρα έπρεπε να γράψει μια εργασία για ένα αξιοσημείωτο (or: σημαντικό) γεγονός που συνέβη στην Κίνα τη δεκαετία του 1850.

ενδεικτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les résultats sont révélateurs du besoin de procéder à une enquête approfondie.
Τα αποτελέσματα είναι ενδεικτικά της ανάγκης για περισσότερη έρευνα.

τυχερός

(κατάσταση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Είναι τυχερό που έχει και άλλους συγγενείς και τη βοηθούν.

ακαθόριστος

adjectif (sentiment, impression)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Perry ne pouvait pas s'empêcher de penser que son fils mentait.

εύλογος, βάσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μπορεί να αποκρυφθεί

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συναγόμενος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που συγχέεται εύκολα με κάτι άλλο

adjectif

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μη κρυσταλλικός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναβιώσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκπαιδεύσιμος

(chien, enfant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του que στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του que

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.