Τι σημαίνει το quente στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quente στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quente στο πορτογαλικά.

Η λέξη quente στο πορτογαλικά σημαίνει καυτός, ζεστός, στη μόδα, θερμός, καυτός, ζεστός, γνήσιος, πλησιάζω, ζεστός, θερμός, πρόσφατος, φρέσκος, θερμός, καυτός, πικάντικος, αναμμένος, ξαναμμένος, καυτός, αγχωμένος, τσιτωμένος, ανήσυχος, ανυπόμονος, κοντά είσαι, αερόστατο, εξοργισμένος, εκνευρισμένος, εκνευρίζομαι, βράζει ο τόπος, αγχωμένος, τσιτωμένος, πιο ζεστός, καυτή μέρα, πολύ ζεστή μέρα, ζεστό νερό, τσαντίλας, ζεστό σημείο, ζεστό μπάνιο, ζεστή σοκολάτα, ζεστή ημέρα, χοτ ντογκ, ζεστή κομπρέσα, ζεστή κομπρέσα, ζεστό ντους, ζεστό κλίμα, ζέστη, καντίνα που πουλάει χοτ ντογκ, περίοδος που απαιτείται ψύξη, πιστόλι κόλλας, θερμοφόρα, εμπρηστικό άρθρο, θερμού αέρα, που προκαλεί φουσκάλες, καίω, ζεματάω, θερμόαιμος, θερμοφόρα, λουκάνικο, κακάο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quente

καυτός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O chá estava quente, então ela esperou antes de tomá-lo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η Προύντενς ζεσταινόταν οπότε έβγαλε το παλτό της.

ζεστός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
É quente aqui em julho, mas também costuma chover forte.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Αύγουστος είναι πραγματικά πολύ ζεστός μήνας στο Μαϊάμι.

στη μόδα

adjetivo (figurado, na moda)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A peça quente deste ano é a blusa estampada.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι πιο χοτ μπότες φέτος έχουν τετράγωνο τακούνι.

θερμός

adjetivo (figurado, exaltado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O diálogo ficou quente porque os políticos discordavam violentamente.

καυτός

adjetivo (υπερβολικά ζεστός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sirva o café quente.

ζεστός

adjetivo (que aquece ou mantém aquecido)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este cobertor é quente, não como aquele fininho.
Αυτή είναι ζεστή κουβέρτα, όχι σαν εκείνη τη λεπτή.

γνήσιος

(gíria)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu não posso te dizer se este certificado é quente ou não.
Δεν είμαι σίγουρη αν αυτό το πιστοποιητικό είναι γνήσιο ή όχι.

πλησιάζω

adjetivo (perto do alvo) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não é "Paulo", mas você está ficando quente. O nome dele começa com P.
Δεν είναι ο Πωλ, αλλά είσαι σε καλό δρόμο. Το όνομά του όντως αρχίζει με Π.

ζεστός, θερμός

adjetivo (cor)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu gosto de laranja. Uma cor quente em comparação ao azul.

πρόσφατος, φρέσκος

adjetivo (recentemente deixado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O cachorro sentiu um cheiro quente e o seguiu.

θερμός

adjetivo (erótico)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela recebeu uma carícia quente e o fez se sentir atraente.

καυτός

adjetivo (figurado, gíria, sexy) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πικάντικος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναμμένος, ξαναμμένος

adjetivo (καθομιλουμένη, άκομψο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Seu toque sensual a deixou excitada (or: quente).
Τα αισθησιακά χάδια του την έκαναν να νιώσει ξαναμμένη.

καυτός

(informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγχωμένος, τσιτωμένος, ανήσυχος, ανυπόμονος

(tenso, ansioso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοντά είσαι

(usado para reconhecer uma boa dica) (μεταφορικά)

αερόστατο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εξοργισμένος, εκνευρισμένος

(irado, excitado) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκνευρίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estevão tende a se irritar quando as coisas dão errado.

βράζει ο τόπος

(BRA: figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Está fervendo hoje. Eu queria que o escritório tivesse ar-condicionado.
Σήμερα βράζει ο τόπος. Θα ήθελα να έχει κλιματισμό το γραφείο.

αγχωμένος, τσιτωμένος

(estressado, ansioso)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πιο ζεστός

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καυτή μέρα, πολύ ζεστή μέρα

(gíria, fig.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζεστό νερό

(temperatura da água)

τσαντίλας

(pessoa irritável) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ζεστό σημείο

substantivo feminino

ζεστό μπάνιο

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ζεστή σοκολάτα

Eu descobri que uma xícara de chocolate quente, no fim da noite, ajuda a me fazer pegar no sono.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η ζεστή σοκολάτα με γεύση φουντούκι είναι το αγαπημένο μου ρόφημα.

ζεστή ημέρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χοτ ντογκ

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Um cachorro quente e um refrigerante é uma clássica refeição americana.
Το χοντ ντογκ με αναψυκτικό είναι κλασικό αμερικάνικο γεύμα.

ζεστή κομπρέσα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζεστή κομπρέσα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζεστό ντους

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζεστό κλίμα, ζέστη

(meteor.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Durante o tempo quente, eu sempre seco a roupa ao ar livre.

καντίνα που πουλάει χοτ ντογκ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περίοδος που απαιτείται ψύξη

substantivo feminino (verão) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιστόλι κόλλας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θερμοφόρα

(bolsa de borracha)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nas noites frias de inverno, coloco uma bolsa de água quente debaixo dos cobertores para aquecer os pés.

εμπρηστικό άρθρο

(jornalismo)

θερμού αέρα

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που προκαλεί φουσκάλες

locução adjetiva (στο δέρμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καίω, ζεματάω

(figurado, muito quente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

θερμόαιμος

adjetivo (figurado, pessoa: impetuosa)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θερμοφόρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando eu era pequena e tinha dor de ouvido, minha mãe fazia eu colocar a orelha numa bolsa de água quente.
Όταν ήμουνα μικρός και πόναγε το αυτί μου η μητέρα μου με έβαζε να ξαπλώσω με το αυτί μου πάνω σε μια θερμοφόρα.

λουκάνικο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eu comi o cachorro quente, mas deixei o pão.
Έφαγα το λουκάνικο, αλλά άφησα το ψωμάκι.

κακάο

(bebida de chocolate quente) (μόνο ενικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quente στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του quente

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.