Τι σημαίνει το rabbit στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rabbit στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rabbit στο Αγγλικά.
Η λέξη rabbit στο Αγγλικά σημαίνει κουνέλι, κουνέλι, γούνα lapin, λαγός, φλυαρώ, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω ακατάπαυστα για κτ, κουνελάκι, λαγουδάκι, κουνέλι, δρασκελιά, λαγοπόδαρο, γούνα κουνελιού, τρύπα κουνελιού, λαγός στιφάδο, στενά, λαγούμια κουνελιών, φράχτης για τα κουνέλια, φράχτης στα σύνορα μεταξύ κρατιδίων της Αυστραλίας, φράχτης απομάκρυνσης παρασίτων στην Αυστραλία, Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος., λαγός Lepus americanus. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rabbit
κουνέλιnoun (animal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Rabbits have been eating the vegetables in my garden. Τα κουνέλια έτρωγαν τα λαχανικά του κήπου μου. |
κουνέλιnoun (meat: rabbit flesh) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The barmaid served us rabbit stewed with carrots and potatoes. Η σερβιτόρα μας σέρβιρε κουνέλι στιφάδο με καρότα και πατάτες. |
γούνα lapinnoun (rabbit fur) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) I don't like the look of rabbit, so I'll buy a coat made of wool. |
λαγόςnoun (figurative (sports: initially fast runner) (ζαργκόν: μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) You be my rabbit, and set the pace. Τρέξε εσύ μπροστά και δώσε το ρυθμό. |
φλυαρώ(UK, slang (talk incessantly) (για κάποιο θέμα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He's a real bore at parties - always rabbiting about the economy or immigration. |
μιλάω ακατάπαυσταphrasal verb, intransitive (UK, slang (talk incessantly) Brian never stops rabbiting on. |
μιλάω ακατάπαυστα για κτ(UK, slang (talk incessantly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Barbara is always rabbiting on about her lazy husband. |
κουνελάκι, λαγουδάκιnoun (informal (affectionate term for a rabbit) (υποκοριστικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The children say that they want to have a bunny rabbit as a pet. |
κουνέλιnoun (North American hare) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δρασκελιάnoun as adjective (figurative (with a sudden movement forward) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λαγοπόδαροnoun (paw of a rabbit kept as a lucky charm) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I always carry my lucky rabbit's foot when I sit an exam. |
γούνα κουνελιούnoun (pelt of a rabbit) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The hat was made of rabbit fur. |
τρύπα κουνελιούnoun (opening of a rabbit's burrow) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The small dog disappeared down a rabbit hole. |
λαγός στιφάδοnoun (slow-cooked dish of rabbit meat) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The chef was making a rabbit stew. |
στενάnoun (figurative (digression, confused path) (στην πόλη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θέλησα να κόψω δρόμο, αλλά μπλέχτηκα στους χωραφόδρομους και τελικά έκανα μια ώρα να φτάσω σπίτι μου. |
λαγούμια κουνελιώνnoun (network of rabbit burrows) A rabbit warren consists of a series of tunnels that are connected to each other. |
φράχτης για τα κουνέλιαnoun (enclosure, barrier: to keep out rabbits) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
φράχτης στα σύνορα μεταξύ κρατιδίων της Αυστραλίαςnoun (AU, informal (boundary between Australian states) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φράχτης απομάκρυνσης παρασίτων στην Αυστραλίαnoun (long fence in Australia) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.noun (cheese on toast) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
λαγός Lepus americanusnoun (animal: variety of hare) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Snowshoe rabbits live in forest areas. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rabbit στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του rabbit
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.