Τι σημαίνει το buck στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης buck στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του buck στο Αγγλικά.

Η λέξη buck στο Αγγλικά σημαίνει δολάριο, αρσενικό ελάφι, αρσενικό κουνέλι, αρσενικό, κλωτσάω, κλωτσώ, κλοτσάω, κλοτσώ, αρσενικός, δολάριο, πέσιμο, ελάφι, κλωτσάω, αντιδρώ σε κτ, ρίχνω, αντιδρώ σε κτ, ρίχνω, χαροποιώ, χαροποιώ, μπάτσελορ πάρτυ, αξίζω τα λεφτά μου, τσίτσιδος, πεταχτά δόντια, αντιστέκομαι στο κατεστημένο, αντιστέκομαι στο κατεστημένο, πάω ενάντια στο κατεστημένο, πάω κόντρα στις παραδόσεις, καταβάλλω μεγαλύτερη προσπάθεια, με δόντια σαν κουνέλι, κάνω μια γερή μπάζα στα γρήγορα, ρίχνω το φταίξιμο αλλού, η τελική ευθύνη είναι του/της. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης buck

δολάριο

noun (US, slang (US dollar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bobby bought a pair of pants for only five bucks.
Ο Μπόμπυ αγόρασε ένα παντελόνι για μόνο πέντε δολάρια.

αρσενικό ελάφι

noun (male deer)

A majestic buck stood in the path ahead of the hikers.
Ένα αρχοντικό αρσενικό ελάφι στεκόταν στο μονοπάτι μπροστά από τους πεζοπόρους.

αρσενικό κουνέλι

noun (male rabbit, hare) (εξημερωμένο)

The buck darted across the road.
Ένα αρσενικό κουνέλι πετάχτηκε στον δρόμο.

αρσενικό

noun (male animal)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
To breed goats, you need one buck and several nannies.

κλωτσάω, κλωτσώ, κλοτσάω, κλοτσώ

intransitive verb (horse: kick back legs)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cowboy held on desperately as his horse bucked.
Ο γελαδάρης κρατιόταν με δυσκολία ενώ το άλογό του κλωτσούσε.

αρσενικός

adjective (animal: male)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A buck deer paused at the stream and sniffed the air.

δολάριο

noun (Can, slang (Canadian dollar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I paid four thousand bucks for that car.

πέσιμο

noun (act of bucking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
After the last buck, which caused Teddy to injure a rib, he wasn't eager to get back on a horse.

ελάφι

noun (South Africa (deer or antelope) (ανάλογα με το είδος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλωτσάω

intransitive verb (vehicle: move jerkily) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My car is bucking all over the place; something's up with the transmission.

αντιδρώ σε κτ

(figurative (reject, oppose)

Congress bucked against the president's proposal.

ρίχνω

transitive verb (horse: toss rider off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That black horse bucks anyone who tries to mount it.

αντιδρώ σε κτ

transitive verb (figurative (oppose, reject)

The students bucked the idea of rescheduling the final exam.

ρίχνω

phrasal verb, transitive, separable (animal: throw rider off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαροποιώ

phrasal verb, intransitive (informal (become more cheerful)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Buck up, you'll have another chance tomorrow!

χαροποιώ

phrasal verb, transitive, separable (informal (make more cheerful)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπάτσελορ πάρτυ

noun (party for a husband-to-be)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Bachelor parties tend to be wild and crazy. We're going to a nightclub for Simon's stag do.
Στα μπάτσελορ πάρτυ γίνεται συνήθως τρελό κέφι και τα πράγματα ξεφεύγουν. Θα πάμε σε ένα κλαμπ για το μπάτσελορ του Σάιμον.

αξίζω τα λεφτά μου

noun (US, slang (value for money) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This computer is last year's model, but it has great bang for your buck.
Αυτός ο υπολογιστής είναι περσινό μοντέλο, μα τα αξίζει τα λεφτά του.

τσίτσιδος

adjective (US, informal (completely nude) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When no one was around, he swam buck naked.

πεταχτά δόντια

plural noun (informal (prominent upper front teeth) (ιδιομορφία δοντιών)

αντιστέκομαι στο κατεστημένο

verbal expression (informal (do [sth] unconventional)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιστέκομαι στο κατεστημένο

verbal expression (informal (do [sth] opposed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω ενάντια στο κατεστημένο

verbal expression (go against what is usual)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω κόντρα στις παραδόσεις

(go against convention)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταβάλλω μεγαλύτερη προσπάθεια

verbal expression (informal (work harder)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με δόντια σαν κουνέλι

adjective (having prominent front teeth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω μια γερή μπάζα στα γρήγορα

verbal expression (informal (make money quickly)

ρίχνω το φταίξιμο αλλού

verbal expression (slang, figurative (put blame on [sb] else) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He never admits to his mistakes at work but always passes the buck instead.

η τελική ευθύνη είναι του/της

interjection (informal (taking responsibility)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του buck στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.