Τι σημαίνει το hop στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hop στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hop στο Αγγλικά.

Η λέξη hop στο Αγγλικά σημαίνει χοροπηδάω, χοροπηδάω, πηδάω, πηδώ, πηδώ, λυκίσκος, λυκίσκος, πήδημα, απόσταση, χορός, πήδημα, πετιέμαι, πετάγομαι, αναπηδώ, ανεβαίνω, κουτσαίνω, μπαίνω μέσα, βγαίνω/κατεβαίνω από όχημα, κατεβαίνω από, ξεπεζεύω, ανεβαίνω, χοροπηδώ, βελτιώνω, εξιτάρω, εξιτάρω με ναρκωτικά, μπαρότσαρκα, πήδημα λαγού, χοροπηδώ, πήδημα, σάλτο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κάνω ζάπινγκ, χιπ χοπ, σχετικός με τη χιπ χοπ, μπαίνω σε κτ, ρίχνω κάτι πάνω μου, ανεβαίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hop

χοροπηδάω

intransitive verb (person: jump on one leg)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hailey shouted and hopped as she stepped on something sharp.
Η Χέιλι έβγαλε μια φωνή και χοροπήδησε όταν πάτησε κάτι αιχμηρό.

χοροπηδάω

intransitive verb (person: jump repeatedly on one leg)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hailey hopped around the room on one foot looking for her other shoe.
Η Χέιλι χοροπηδούσε στο δωμάτιο με το ένα πόδι ψάχνοντας το άλλο της παπούτσι.

πηδάω, πηδώ

intransitive verb (rabbit: jump)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The rabbit hopped and sniffed around its enclosure.
Το κουνέλι πηδούσε και μύριζε ένα γύρο στην περίφραξή του.

πηδώ

transitive verb (jump over)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim hopped the fence and was in his neighbor's yard in a flash.

λυκίσκος

plural noun (hop flowers dried for beer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The hops give beer a slightly bitter flavour.
Ο λυκίσκος δίνει στην μπύρα μια ελαφρώς πικρή γεύση.

λυκίσκος

plural noun (flowers of hop plant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hops grow wild in some areas but are mostly cultivated.
Ο λυκίσκος φυτρώνει από μόνος του σε μερικές περιοχές αλλά κυρίως καλλιεργείται.

πήδημα

noun (person: jump on one leg)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Harry could only do two or three hops on his good leg before he had to stop because of the pain.
Ο Χάρυ μπόρεσε να κάνει δυο ή τρία πηδήματα με το καλό του πόδι πριν σταματήσει λόγω του πόνου.

απόσταση

noun (figurative, informal (travel: short distance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's a short hop from here to Portland.

χορός

noun (US, dated (dance party) (εκδήλωση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The school hosted their annual sock hop this spring.

πήδημα

noun (rabbit's jumping movement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bunny's hop was looking a little strange, and Jimmy was worried that it was hurt.

πετιέμαι, πετάγομαι

intransitive verb (figurative, informal (travel a short distance) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
George hopped over to San Francisco for a meeting this morning.

αναπηδώ

intransitive verb (US (bounce)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The tennis ball hopped in the wrong direction, and Stacy lost the match.

ανεβαίνω

transitive verb (US, informal (board: a train, bus)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Brad hopped the bus to go visit his parents in Albany.

κουτσαίνω

phrasal verb, intransitive (limp when walking)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μπαίνω μέσα

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (get inside a vehicle)

We're going to the beach. If you want to come, just hop in.

βγαίνω/κατεβαίνω από όχημα

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (get out of a vehicle) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bus driver to young boy - " here we are, this is your stop, hop off now".

κατεβαίνω από, ξεπεζεύω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (get off [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανεβαίνω, χοροπηδώ

phrasal verb, transitive, inseparable (jump onto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When I go into the town centre I usually hop on a bus rather than take the car. Hop on my back, I will carry you to school.
Όταν πάω στο κέντρο της πόλης, συνήθως ανεβαίνω σε λεωφορείο αντί να πάρω το αμάξι. Ανέβα στην πλάτη μου, θα σε κουβαλήσω ως το σχολείο.

βελτιώνω

phrasal verb, transitive, separable (US (improve [sth], increase power)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He acquired his skills in bodywork while hopping up his car in high school.

εξιτάρω

phrasal verb, transitive, separable (US (excite) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξιτάρω με ναρκωτικά

phrasal verb, transitive, separable (US (stimulate with drugs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαρότσαρκα

noun (US, figurative, informal (pub crawl) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πήδημα λαγού

noun (rabbit: jump)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χοροπηδώ

intransitive verb (figurative (jump like a rabbit)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πήδημα, σάλτο

noun (figurative (motorcycle jump)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (US, dated (1950s dance)

The Chicken Dance and the Bunny Hop are often still performed at wedding receptions.

κάνω ζάπινγκ

intransitive verb (informal (change TV channels)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χιπ χοπ

noun (music: rap, urban style) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I prefer hip hop over rock.

σχετικός με τη χιπ χοπ

noun as adjective (in or of rap, urban style) (μουσική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hip-hop albums are selling well this year.
Τα άλμπουμ της χιπ χοπ έχουν καλές πωλήσεις φέτος.

μπαίνω σε κτ

(figurative, informal (enter casually or spontaneously) (καθομιλουμένη)

ρίχνω κάτι πάνω μου

(figurative, informal (clothes: put on quickly) (καθομιλουμένη, για ρούχα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβαίνω

intransitive verb (jump on, board a vehicle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hop στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hop

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.