Τι σημαίνει το rag στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rag στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rag στο Αγγλικά.
Η λέξη rag στο Αγγλικά σημαίνει πανί, κουρέλι, πανί, φυλλάδα, πειράζω, πειράζω κπ για κτ, ράγκταϊμ, ρούχο, είμαι κόκκινο πανί, πάνινη κούκλα, υφασμάτινη κούκλα, πειράζω, κοροϊδεύω, πειράζω κπ για κτ, κοροϊδεύω κπ για κτ, χαρτί από ράκη, βιομηχανία της ένδυσης, φιλανθρωπική εβδομάδα, παλιατζής, ρακοσυλλέκτης, ρακοσυλλέκτρια, πανάκι για το ρέψιμο, αλήτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rag
πανίnoun (cleaning cloth) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ben wiped the window with a rag. Ο Μπεν σκούπισε το παράθυρο με ένα πανί. |
κουρέλιplural noun (torn old clothing) (συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The tramp's rags were a sorry sight to see. Ήταν λυπητερό να βλέπει κανείς τα κουρέλια που φορούσε ο άστεγος. |
πανίnoun (UK (fabric scrap) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Glenn sewed the rags together to make cushion covers. Η Γκλεν έραψε τα πανιά για να φτιάξει καλύμματα για τα μαξιλάρια. |
φυλλάδαnoun (informal (low quality newspaper) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Why are you reading that rag? You should try reading a decent paper. Γιατί διαβάζεις αυτή την κωλοφυλλάδα; Θα έπρεπε να διαβάζεις καμιά πιο σοβαρή εφημερίδα. |
πειράζωtransitive verb (informal (tease, torment) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Patricia's classmates had found out about her crush on Henry and were ragging her mercilessly. Οι συμμαθητές της Πατρίτσια είχαν μάθει ότι της άρεσε ο Χένρι και την πείραζαν αλύπητα. |
πειράζω κπ για κτ(informal (tease about [sth]) Adam's colleagues ragged him about his taste in clothes. Οι συνάδελφοι του Άνταμ τον δούλευαν για το γούστο του στα ρούχα. |
ράγκταϊμnoun (music: jazz style) (τζαζ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Marsha spends her evenings drinking wine and listening to ragtime. |
ρούχοplural noun (informal, dated (item of clothing) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Barbara put on her best rags to go out on the town. |
είμαι κόκκινο πανίverbal expression (colloquial (that provokes anger) (μεταφορικά) |
πάνινη κούκλα, υφασμάτινη κούκλαnoun (child's stuffed cloth doll) My sister made me a rag doll out of scraps cloth and yarn. |
πειράζω, κοροϊδεύω(US, informal (tease, torment) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πειράζω κπ για κτ, κοροϊδεύω κπ για κτverbal expression (US, informal (tease about [sth]) |
χαρτί από ράκηnoun (paper made from cotton fibres) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βιομηχανία της ένδυσηςnoun (informal (clothing industry) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φιλανθρωπική εβδομάδαnoun (UK (students' charity fundraiser) |
παλιατζήςnoun (UK, dated (junk collector) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ρακοσυλλέκτης, ρακοσυλλέκτριαnoun (person who scavenges for a living) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
πανάκι για το ρέψιμοnoun (to catch baby's vomit) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αλήτηςnoun (UK, regional, slang, figurative (contemptible person) (προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rag στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του rag
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.