Τι σημαίνει το rail στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rail στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rail στο Αγγλικά.

Η λέξη rail στο Αγγλικά σημαίνει σιδηροτροχιά, σιδηρόδρομος, κουπαστή, διαμαρτύρομαι ενάντια σε κτ, σιδηροδρομικός, με τρένο, ορτυκομάνα, κουρτινόξυλο, ράγα, κουπαστή, ελαφρύς σιδηρόδρομος, μπάρα για κρέμασμα εικόνων, ράγα για κρέμασμα εικόνων, εξαφανισμένο είδος ράλλου, κάγκελο, κρεμάστρα για πετσέτες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rail

σιδηροτροχιά

noun (railroad track)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Workers were inspecting the rails, making sure they were in good repair so that the trains would run without any problems.
Οι εργαζόμενοι επιθεωρούσαν τις σιδηροτροχιές για να βεβαιωθούν ότι ήταν σε καλή κατάσταση, έτσι ώστε τα τρένα να ταξιδεύουν χωρίς προβλήματα.

σιδηρόδρομος

noun (railroad transportation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The company always uses rail to ship its goods.
Η εταιρεία χρησιμοποιεί πάντοτε το τρένο για την αποστολή των προϊόντων της.

κουπαστή

noun (handrail)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tim grasped the rail and started up the stairs.
Ο Τιμ πιάστηκε από την κουπαστή κι άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες.

διαμαρτύρομαι ενάντια σε κτ

(criticize [sth] harshly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The residents railed against the plans for a new high-rise block of flats.
Οι κάτοικοι διαμαρτύρονταν ενάντια στα σχέδια για την κατασκευή μιας νέας πολυώροφης πολυκατοικίας.

σιδηροδρομικός

noun as adjective (relating to railroads)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rail travel isn't as fast as air travel, but at least you get to see the scenery of the country you're travelling through.

με τρένο

adverb (via train)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Freight is moved either by truck or by rail.

ορτυκομάνα

noun (grain-eating bird) (είδος πτηνού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κουρτινόξυλο

noun (bar for hanging drapes)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ράγα

noun (track: guides movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κουπαστή

noun (support rail: on stairs, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nina never touches handrails because she believes they're covered in germs.

ελαφρύς σιδηρόδρομος

noun (rapid transit railway)

μπάρα για κρέμασμα εικόνων, ράγα για κρέμασμα εικόνων

noun (bar from which pictures are hung)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξαφανισμένο είδος ράλλου

noun (extinct bird) (πτηνό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κάγκελο

noun (part of bed frame)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρεμάστρα για πετσέτες

noun (bar for hanging towels)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rail στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.