Τι σημαίνει το rambling στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rambling στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rambling στο Αγγλικά.

Η λέξη rambling στο Αγγλικά σημαίνει μακροσκελής, φλύαρος, αναρριχητικός, δαιδαλώδης, πεζοπορία, ασυναρτησία, περιπλανώμενος, περιφερόμενος, περιδιαβάζω, σουλατσάρω, σεργιανίζω, κάνω στροφές, μεγαλώνω ανεξέλεγκτα, πλατειάζω, περιττολογώ, περίπατος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rambling

μακροσκελής

adjective (figurative (speech, text: with digressions)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The audience found it hard to follow Sarah's rambling discourse.
Το κοινό δυσκολεύτηκε να παρακολουθήσει τον μακροσκελή λόγο της Σάρα.

φλύαρος

adjective (figurative (person: speaking aimlessly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The rambling professor confused his student.
Ο φλύαρος καθηγητής μπέρδεψε τον μαθητή του.

αναρριχητικός

adjective (figurative (plant: climbing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A rambling rose climbed the trellis.
Μια αναρριχώμενη τριανταφυλλιά σκαρφάλωνε στην πέργκολα.

δαιδαλώδης

adjective (figurative (house: with many corridors)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Henry got lost in the rambling old house.
Ο Χένρι χάθηκε μέσα στο παλιό, δαιδαλώδες σπίτι.

πεζοπορία

noun (walking in countryside)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jenny enjoys rambling.
Η Τζένι απολαμβάνει την πεζοπορία.

ασυναρτησία

noun (figurative, often plural (speech, text: digression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιπλανώμενος, περιφερόμενος

adjective (wandering)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Local residents noticed a rambling group passing through the village.

περιδιαβάζω, σουλατσάρω, σεργιανίζω

intransitive verb (go on countryside walk) (πάω βόλτα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They're rambling in the Highlands at the moment.
Σουλατσάρουν (or: σεργιανίζουν) στα Χάιλαντς αυτή τη στιγμή.

κάνω στροφές

intransitive verb (stream, path: be winding)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The river rambles over its rocky path to the sea.

μεγαλώνω ανεξέλεγκτα

intransitive verb (plant: grow randomly)

Weeds were rambling in the untended garden.

πλατειάζω, περιττολογώ

intransitive verb (figurative (speak at length)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was afraid I'd fall asleep while she was rambling.
Φοβόμουν ότι θα κοιμηθώ ενώ αυτή πλατείαζε.

περίπατος

noun (long walk) (βόλτα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
On our ramble we came across an abandoned mine.
Κατά τη διάρκεια του περιπάτου μας συναντήσαμε τυχαία ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rambling στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.