Τι σημαίνει το wandering στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wandering στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wandering στο Αγγλικά.

Η λέξη wandering στο Αγγλικά σημαίνει περιφερόμενος, περιπλανώμενος, που ταξιδεύει, που ξεφεύγει, κάνω βόλτα, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, περιπλανιέμαι σε κτ, απομακρύνομαι από κτ, ταξιδεύω, περιπλανιέμαι, ξεφεύγω από κτ, βόλτα, ξεφεύγω, μιλάω για άσχετα πράγματα, βγαίνω εκτός θέματος, πλανόδιος διασκεδαστής, πλανόδιος ανιματέρ, πλανόδιος μενεστρέλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wandering

περιφερόμενος, περιπλανώμενος

adjective (walking aimlessly)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The wandering group eventually decided to stop for lunch.
Η παρέα που περιπλανιόταν αποφάσισε τελικά να σταματήσει για μεσημεριανό.

που ταξιδεύει

adjective (figurative (thoughts: meandering) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nancy's wandering thoughts refused to stay focused on the task she was working on.
Οι σκέψεις της Νάνσι ταξίδευαν και δεν την άφηναν να παραμείνει συγκεντρωμένη στην εργασία που εκτελούσε.

που ξεφεύγει

adjective (figurative (conversation: that digresses) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The wandering conversation covered music, travel, sport, and many other subjects.

κάνω βόλτα

intransitive verb (stroll)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Adam wandered along the beach.
Ο Άνταμ περπατούσε κατά μήκος της παραλίας.

περιφέρομαι, περιπλανιέμαι

intransitive verb (walk aimlessly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jessica didn't really know where she was going; she was just wandering.
Η Τζέσικα δεν ήξερε που πήγαινε πραγματικά· απλά περιφερόταν.

περιπλανιέμαι σε κτ

transitive verb (roam)

The poet wandered the hills, seeking inspiration.

απομακρύνομαι από κτ

(stray from: a path)

Mind you don't wander from the straight and narrow!
Πρόσεξε να μην απομακρυνθείς από τον ίσιο δρόμο.

ταξιδεύω, περιπλανιέμαι

intransitive verb (figurative (mind, thoughts: stray from subject) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dan was trying to concentrate on his work, but his mind kept wandering.
Ο Νταν προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά του, αλλά το μυαλό του ταξίδευε.

ξεφεύγω από κτ

(figurative (digress from: a subject) (μεταφορικά)

The absent minded professor frequently wandered from his subject onto other topics.
Ο αφηρημένος καθηγητής συχνά ξέφευγε από το αντικείμενό του και το πήγαινε σε άλλα θέματα.

βόλτα

noun (walk, stroll)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Feeling the need for some fresh air and exercise, Lydia decided to go for a wander.
Νιώθοντας την ανάγκη για λίγο φρέσκο αέρα και άσκηση, η Λίντια αποφάσισε να πάει μια βόλτα.

ξεφεύγω

intransitive verb (figurative (conversation: go off topic) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The group of friends had been discussing politics, but somehow the conversation had wandered and they were now talking about football.

μιλάω για άσχετα πράγματα, βγαίνω εκτός θέματος

intransitive verb (person: go off topic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's hard to follow Jean's train of thought; she tends to wander.

πλανόδιος διασκεδαστής, πλανόδιος ανιματέρ

noun (travelling performer)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πλανόδιος μενεστρέλος

noun (historical (travelling performer) (διασκεδαστής, 12ος-17ος αιώνας)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
No medieval banquet would be complete without a wandering minstrel or two.
Από κανένα μεσαιωνικό συμπόσιο δεν γινόταν να απουσιάζει ο πλανόδιος μενεστρέλος.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wandering στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του wandering

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.