Τι σημαίνει το bola στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bola στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bola στο πορτογαλικά.

Η λέξη bola στο πορτογαλικά σημαίνει μπάλα, μπάλα, μπάλα, μπάλα, μπάλα, σφαιρίδιο, μπάλα, μπάλα, μπάλα, μπάλα, χοιρόδερμα, με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος, ball, μπολ, χτυπώ τη μπάλα, μπερλίνερ, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, προθέρμανση, κάνω προθέρμανση, αγνόησε το, άστο, αδιαφόρησε, χιονόμπαλα, τριχοπίλημα, σαρανταποδαρούσα, χριστουγεννιάτικη μπάλα, τσιχλόφουσκα, γρήγορη μπαλιά, πύρινη σφαίρα, πύρινη μπάλα, μπαλιά με προσποίηση, μπάλα στο έδαφος, κλωτσιά μπαλιάς από σταθερό σημείο, σαλιωμένο χαρτάκι, μπάλα θαλάσσης, λευκή μπάλα, παιχνίδι που παίζεται με μπάλα, το παιχνίδι έχει αλλάξει, μπάλα από φωτιά, μπάλα του μπόουλινγκ, κρυστάλλινη σφαίρα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μπαλάκι του γκολφ, μπάλα ταχυδακτυλουργού, τζάμπ μπολ, τζάμπολ, ιατρική μπάλα, μπαλάκι του τένις, μπάλα μπιλιάρδου, κατήφορος, μπάλα κροκέ, gutter shot, χιονοπόλεμος, μπάλα, κάνω σναπ, χτυπάω ελαφρά, παίζω με τη μπάλα, μπάλα, μπίλια, μπάλα του μπέιζμπολ, μπάλα του baseball, πύρινη σφαίρα, επιθετικός παίκτης, επιθετικός παίκτης, μπάλα του μπόουλινγκ, μπάλα φούτμπολ, μπάλα του βόλεϊ, παίζω με τη μπάλα με κπ, τοποθετώ την μπάλα στον μικρό πάσσαλο, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εκτελώ σουτ από σταθερό σημείο, μπάλα του σόφτμπολ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, γρήγορη μπαλιά, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, βάζω κπ στη θέση του, foot fault, τζάμπολ, είμαι bowler, μπάλα κατεδάφισης, σφαίρα κατεδάφισης, ζυγός, το στεφάνι μου, traveling, μπάλα, κάνω βήματα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bola

μπάλα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jogue-me a bola.
Πέτα μου το μπαλάκι.

μπάλα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aquele jogador de futebol controla a bola incrivelmente bem.
Ο ποδοσφαιριστής κοντρολάρισε φανταστικά την μπάλα.

μπάλα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A casquinha tinha duas bolas de sorvete.
Το χωνάκι είχε δύο μπάλες παγωτού.

μπάλα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele bateu na bola branca o mais forte que podia.

μπάλα

substantivo feminino (jogo) (μόνο για ποδόσφαιρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vamos jogar bola. A gente devia ter começado dez minutos atrás!

σφαιρίδιο

substantivo feminino (algo redondo pequeno)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπάλα

substantivo feminino (bola de futebol)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele chutou a bola para dentro do gol.
Κλώτσησε την μπάλα στα δίχτυα.

μπάλα

substantivo feminino (bola de futebol americano)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele arremessou a bola para o amigo.
Πέταξε την μπάλα στο φίλο του.

μπάλα

substantivo feminino (bola de madeira) (π.χ. για μπόουλιγκ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Audrey jogou a bola e marcou um strike.

μπάλα

(παγωτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bill tomou uma concha de sorvete de chocolate e uma concha de baunilha.
Ο Μπιλ πήρε μια μπάλα παγωτό σοκολάτα και μια μπάλα παγωτό βανίλια.

χοιρόδερμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος

substantivo feminino (posição corporal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ball, μπολ

substantivo feminino (beisebol) (άστοχη ρίψη μπέιζμπολ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
O lançamento foi muito alto e o árbitro apitou bola.

χτυπώ τη μπάλα

(golfe) (γκολφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπερλίνερ

(panificação, doce)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Βασιζόμουν σε αυτόν να κάνει σωστά τους υπολογισμούς, αλλά τα έκανε θάλασσα.

προθέρμανση

substantivo masculino (tênis) (τένις, πριν την έναρξη του αγώνα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω προθέρμανση

substantivo masculino (tênis) (τένις, πριν την έναρξη του αγώνα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγνόησε το, άστο, αδιαφόρησε

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μην σε ανησυχεί. Αγνόησε το (or: Άστο)!

χιονόμπαλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Μια χιονόμπαλα με χτύπησε στο πρόσωπό και μου έριξε τα γυαλιά.

τριχοπίλημα

(pelo regurgitado por animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σαρανταποδαρούσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χριστουγεννιάτικη μπάλα

(για στολισμό)

τσιχλόφουσκα

(τσίχλα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γρήγορη μπαλιά

(beisebol) (μπέιζμπολ)

πύρινη σφαίρα, πύρινη μπάλα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπαλιά με προσποίηση

(críquete)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπάλα στο έδαφος

substantivo feminino (baseball) (μπέιζμπολ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλωτσιά μπαλιάς από σταθερό σημείο

expressão

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σαλιωμένο χαρτάκι

(παιχνίδι με φυσοκάλαμο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπάλα θαλάσσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λευκή μπάλα

(bilhar) (μπιλιάρδο)

No bilhar, você bate nas bolas coloridas com a bola branca.

παιχνίδι που παίζεται με μπάλα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Nenhum jogo de bola é permitido nesse parque.

το παιχνίδι έχει αλλάξει

(figurado, cenário)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπάλα από φωτιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nós ouvimos a explosão, então vimos uma grande bola de fogo passando pelo céu. O tanque de propano explodiu numa grande bola de fogo.
Ακούσαμε την έκρηξη και έπειτα είδαμε μια μεγάλη μπάλα από φωτιά να ανεβαίνει στον ουρανό. Το βυτιοφόρο προπανίου εξερράγη σε μια μεγάλη μπάλα από φωτιά.

μπάλα του μπόουλινγκ

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A bola de boliche era tão pesada que fiquei pensando que ia deixá-la cair nos dedos do pé.
Η μπάλα του μπόουλινγκ ήταν τόσο βαριά που νόμισα ότι θα την αφήσω να πέσει στα δάχτυλα των ποδιών μου.

κρυστάλλινη σφαίρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(beisebol)

μπαλάκι του γκολφ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπάλα ταχυδακτυλουργού

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τζάμπ μπολ, τζάμπολ

(basquete) (σπορ, καλαθοσφαίριση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ιατρική μπάλα

(bola para exercícios de condicionamento físico) (γυμναστική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπαλάκι του τένις

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπάλα μπιλιάρδου

(bola usada no jogo de sinuca)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατήφορος

(algo que inevitavelmente terminará mal) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπάλα κροκέ

(esporte)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

gutter shot

substantivo feminino (boliche de 10 pinos: tipo de jogada) (είδος μπαλιάς)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χιονοπόλεμος

substantivo feminino (brincadeira: jogar bolas de neve)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπάλα

(στα πόδια κρατουμένου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω σναπ

expressão verbal (futebol americano: fazer o primeiro passe) (αμερικάνικο φούτμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπάω ελαφρά

expressão verbal (beisebol: com pouca força)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίζω με τη μπάλα

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Θες να παίξουμε με τη μπάλα στο πάρκο;

μπάλα

(μπάσκετ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A bola de basquete precisava de um pouco mais de ar.
Η μπάλα του μπάσκετ χρειαζόταν λίγο αέρα ακόμα.

μπίλια

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A criança brincou com a bola de gude.
Ο Λούις είχε μερικές πολύχρωμες μπίλιες στη συλλογή του.

μπάλα του μπέιζμπολ, μπάλα του baseball

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Uma bola de beisebol repentinamente arrebentou a janela, espalhando cacos de vidro pelo chão.
Μια μπάλα του μπέιζμπολ ξαφνικά πέρασε μέσα χρυπώντας στο παράθυρο και σκόρπισε κομμάτια γυαλί σε όλο το πάτωμα.

πύρινη σφαίρα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επιθετικός παίκτης, επιθετικός παίκτης

(futebol norte-americano) (αμερικάνικο ποδόσφαιρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπάλα του μπόουλινγκ

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπάλα φούτμπολ

(informal, gíria)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπάλα του βόλεϊ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παίζω με τη μπάλα με κπ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τοποθετώ την μπάλα στον μικρό πάσσαλο

(golfe) (γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Σκοτ ετοιμαζόταν για το εναρκτήριο λάκτισμα, όταν άκουσε μια κραυγή από την απέναντι πλευρά του γηπέδου.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

expressão verbal (baseball)

εκτελώ σουτ από σταθερό σημείο

expressão verbal (ποδόσφαιρο, ράγμπυ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπάλα του σόφτμπολ

(BRA, bola para softbol)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν πονάει να πιάσεις μια μπάλα του σόφτμπολ με γυμνά χέρια.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

substantivo feminino (beisebol)

γρήγορη μπαλιά

(beisebol)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

expressão

βάζω κπ στη θέση του

expressão verbal (BRA, gíria) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O Frank era meio exibido no começo, mas a professora nova baixou a bola dele um pouco.
Ο Φρανκ ήταν λίγο επιδεικτικός στην αρχή, αλλά ο δάσκαλος τον έβαλε στη θέση του.

foot fault

(Tênis) (ορολογία τένις)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
O jogador que sacou teve duas bolas fora contra ele.
Ο παίκτης που έκανε το σερβίς είχε ήδη χρεωθεί δύο foot fault.

τζάμπολ

expressão (jogada que inicia o jogo de basquete) (καλαθοσφαίριση)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

είμαι bowler

expressão verbal (jogo, críquete) (κρίκετ)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
O capitão disse para Fred que era a vez dele de atirar a bola.
Ο αρχηγός είπε στον Φρεντ ότι ήταν η σειρά του να είναι bowler.

μπάλα κατεδάφισης, σφαίρα κατεδάφισης

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ζυγός

substantivo feminino (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

το στεφάνι μου

substantivo feminino (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

traveling

locução verbal (regra do basquete) (παράβαση παίκτη στο μπάσκετ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μπάλα

(boliche)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A bola de madeira é a com lados achatados, usada para jogar boliche.

κάνω βήματα

locução verbal (basquete)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O jogador de basquete ia marcar, mas ele andou com a bola.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bola στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του bola

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.