Τι σημαίνει το recouvrir στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης recouvrir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του recouvrir στο Γαλλικά.

Η λέξη recouvrir στο Γαλλικά σημαίνει υπέρκειμαι, ξανακαλύπτω, τοποθετώ νέα στέγη σε κτ, σκεπάζω, καλύπτω, καλύπτω, καλύπτω, βουτάω κτ σε κτ, καλύπτω εσωτερικά, καλύπτω, πνίγω κτ σε κτ, σκεπάζω, καλύπτω, επικαλύπτω, επιστρώνω, καλύπτω, στρώνω, καλύπτω, σκεπάζω, ταπετσάρω, καλύπτω, στρώνω, επικαλύπτω, καλύπτω, καλύπτω, σαβανώνω, καλύπτω, καλύπτω, επιχρυσώνω, ξαναεπιστρώνω, βάζω μοκέτα, καλύπτω με ένα σκληρό στρώμα, τοποθετώ σε θήκη, αλείφω με παχιά στρώση, καλύπτω με χαρτί ταπετσαρίας, καλύπτω με χιόνι, πανάρω, βάζω κτ να στεγνώσει, καλύπτω, απλώνω παχιά στρώση, καλύπτω κτ με κτ, στρώνω κτ με κτ, που καλύπτεται με τσόχα, αλείφω κτ με κτ, στρώνω κτ με κτ, απλώνω κτ σε κτ, πασαλείβω κτ με κτ, γεμίζω κτ με κτ, καλύπτομαι, αλείφω, ανθοστολίζω, αλείφω, καλύπτω, καρμπονιζάρω, καλύπτω με τσόχα, καλύπτω κτ με ιστούς αράχνης, καλύπτω κτ με ιστούς αράχνης, βάφω με χρώματα καμουφλάζ, καλύπτω, σκεπάζω, καλύπτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης recouvrir

υπέρκειμαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό και αυτοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελεί το υποκείμενο επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο, π.χ. πλένομαι (=πλένω τον εαυτό μου) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αυτο-)

ξανακαλύπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τοποθετώ νέα στέγη σε κτ

(Construction)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκεπάζω, καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Recouvre les restes pour qu'on puisse les manger plus tard.
Σκέπασε, σε παρακαλώ, το φαγητό που περίσσεψε για να το φάμε αργότερα. Προσπάθησε να καλύψει τη μελανιά της με μέικ απ.

καλύπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le sol de la maison était recouvert de moquette.
Η μοκέτα καλύπτει όλα τα πατώματα μέσα στο σπίτι.

καλύπτω

verbe transitif (couvrir entièrement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nappe recouvrait la table.
Το τραπεζομάντιλο κάλυψε (or: σκέπασε) ολόκληρο το τραπέζι.

βουτάω κτ σε κτ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω εσωτερικά

verbe transitif

Le papier recouvrait les côtés intérieurs de la boîte.
Το χαρτί κάλυπτε εσωτερικά τις πλευρές του κουτιού.

καλύπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Très vite, le pétrole recouvrit le lac tout entier.

πνίγω κτ σε κτ

verbe transitif (μεταφορικά)

Sally a recouvert le poulet de sauce.

σκεπάζω, καλύπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le sol était recouvert de pétales de fleurs.

επικαλύπτω, επιστρώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Liam recouvre le vase de feuille d'or.

καλύπτω, στρώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily a recouvert le sol de lino.
Η Έμιλι κάλυψε το πάτωμα με λινοτάπητα.

καλύπτω, σκεπάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Une couche de givre enveloppait les plantes.
Ένα στρώμα πάγου κάλυψε (or: σκέπασε) τα φυτά.

ταπετσάρω

(un meuble)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω, στρώνω

(Cuisine surtout)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle enrobait (or enduisait) les biscuits de chocolat.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Άλειψε την κρούστα με αυγό για να την κάνει να γυαλίσει.

επικαλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω

verbe transitif (νερό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σαβανώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'entrepreneur de pompes funèbres a enveloppé le corps dans un linceul.
Ο νεκροθάφτης σαβάνωσε το πτώμα.

καλύπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La façade de la maison était recouverte de chaux.
Το μπροστινό μέρος του σπιτιού ήταν καλυμμένο με ασβεστόλιθο.

καλύπτω

verbe transitif (με αφίσες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les garçons ont couvert la palissade d'affiches pour le concert.
Τα αγόρια γέμισαν το φράχτη με αφίσες για τη διαφήμιση της συναυλίας.

επιχρυσώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'artiste a soigneusement doré le bord du vase.

ξαναεπιστρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω μοκέτα

(σε κάτι, κάπου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
À la surprise générale, Maman a décidé de moquetter sa cuisine.

καλύπτω με ένα σκληρό στρώμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τοποθετώ σε θήκη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le fromager a recouvert la meule de fromage d'une couche épaisse de cire.

αλείφω με παχιά στρώση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύπτω με χαρτί ταπετσαρίας

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai recouvert de papier peint le poster sur le mur de ma chambre, c'est plus joli comme ça.

καλύπτω με χιόνι

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πανάρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On recouvre la crevette de pâte avant de la faire frire.
Πανάρουμε τις γαρίδες πριν τις τηγανίσουμε.

βάζω κτ να στεγνώσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύπτω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απλώνω παχιά στρώση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Απλώστε μια παχιά στρώση κρέμας στο πρόσωπό σας αφού πρώτα το καθαρίσετε προσεκτικά.

καλύπτω κτ με κτ, στρώνω κτ με κτ

(Cuisine surtout : bonbon,...) (επιφάνεια με κτ)

Αλείψτε την επιφάνεια της πίτας με χτυπητό αυγό πριν το ψήσιμο.

που καλύπτεται με τσόχα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La base du bibelot était recouverte de feutre pour protéger la table.
Το στολίδι ήταν καλυμμένο με τσόχα στην βάση του για την προστασία του τραπεζιού.

αλείφω κτ με κτ, στρώνω κτ με κτ

Jeremy a recouvert le gâteau de chantilly et l'a décoré avec des fraises.
Ο Τζέρεμι άλειψε το κέικ με σαντυγί και το στόλισε με φράουλες.

απλώνω κτ σε κτ

Dawn enduisit son visage de fond de teint.
Η Ντων άπλωσε μέικ-απ στο πρόσωπό της.

πασαλείβω κτ με κτ

(καθομιλουμένη)

Rick leur a tourné leur dos une minute et les enfants ont recouvert le canapé de crème glacée.
Ο Ρικ γύρισε την πλάτη του για ένα λεπτό και τα παιδιά παράλειψαν με παγωτό όλον τον καναπέ.

γεμίζω κτ με κτ

Irene a recouvert tous les panneaux d'affichage d'affiches pour faire la publicité de son café.
Η Άιριν γέμισε όλους τους πίνακες ανακοινώσεων της πόλης με διαφημιστικές αφίσες για το καφέ της.

καλύπτομαι

verbe pronominal (με λεπτό στρώμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le lac se recouvrait rapidement d'une fine couche d'huile.

αλείφω

verbe transitif (με λεπτό στρώμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Recouvrez la peau d'une fine couche de crème.

ανθοστολίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Une fois que j'aurai peint la porte en bleu, je vais la recouvrir de fleurs.

αλείφω, καλύπτω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καρμπονιζάρω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω με τσόχα

καλύπτω κτ με ιστούς αράχνης

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les étudiants ont recouvert leur dortoir de toiles d'araignée pour la fête de Halloween.

καλύπτω κτ με ιστούς αράχνης

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάφω με χρώματα καμουφλάζ

locution verbale (un bateau de guerre) (στο πολεμικό ναυτικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les Britanniques et les Américains ont recouvert leurs navires de guerre de camouflage disruptif pour déboussoler l'ennemi.

καλύπτω, σκεπάζω

(Cuisine) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chef recouvrit la pizza de fromage.
Ο σεφ έβαλε πάνω στην πίτσα τυρί με έντονη γεύση.

καλύπτω

(ενεργητικό: με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'arrêt de bus était tout recouvert d'affiches publicitaires pour des voitures.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν είναι ωραίο να καλύπτονται όλες οι κολώνες με αφίσες.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του recouvrir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του recouvrir

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.