Τι σημαίνει το recuar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης recuar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του recuar στο πορτογαλικά.

Η λέξη recuar στο πορτογαλικά σημαίνει αναπηδώ, κάνω πετάλι ανάποδα, υποχωρώ από κτ, υπαναχωρώ από κτ, κάνω πίσω, κάνω πίσω, απομακρύνομαι, φεύγω, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, απομακρύνομαι, κάνω πίσω, κλωτσάω, υποχωρώ, υπαναχωρώ, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, μορφάζω, χάνομαι, κλωτσάω, ανακαλώ, μαζεύομαι, ζαρώνω, απομακρύνομαι, μορφάζω, ξεθωριάζω, γυρνάω πίσω, αποσύρομαι, αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, υπαναχωρώ, αποφεύγω, αποφεύγω, αποτραβιέμαι από, υποχωρώ, επαναλαμβάνω, ξανακάνω, υποχωρώ,οπισθοχωρώ, υποχωρώ, ενδίδω, αλλάζω γνώμη, πέφτω, κάνω όπισθεν, πάω με την όπισθεν, κάνω όπισθεν, απομακρύνομαι από κτ/κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης recuar

αναπηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele recuou quando mencionei o quanto ele me devia.
Μαζεύτηκε όταν ανέφερα το ποσό που μου χρωστούσε.

κάνω πετάλι ανάποδα

(pedalar para trás)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποχωρώ από κτ, υπαναχωρώ από κτ

verbo transitivo

κάνω πίσω

κάνω πίσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela recuou rapidamente quando o cachorro latiu para ela.
Έκανε πίσω απότομα όταν της γάβγισε το σκυλί.

απομακρύνομαι, φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela recuou quando ele estava prestes a beijá-la.
Απομακρύνθηκε τη στιγμή που θα τη φιλούσε.

οπισθοχωρώ, υποχωρώ

(recuar, ficar a uma certa distância)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απομακρύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο αστυνόμος μας είπε να απομακρυνθούμε από το όχημα. Απομακρυνθείτε γρήγορα από εκείνον τον κροταλία. Είναι έτοιμος να επιτεθεί.

κάνω πίσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Recuem todos, vamos dar um espaço para ele!
Κάντε όλοι πίσω, ας του δώσουμε λίγο χώρο!

κλωτσάω

(όπλο, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela se machucou quando a arma recuou.
Αυτοτραυματίστηκε όταν κλότσησε το όπλο.

υποχωρώ, υπαναχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υποχωρώ, οπισθοχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μορφάζω

(de embaraço) (από ντροπή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela recuou e disse: "Sinto muito, eu esqueci completamente!".
Μόρφασε και είπε, «Ζητώ συγγνώμη, το ξέχασα τελείως!»

χάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κλωτσάω

(όπλο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Assim que ele apertou o gatilho, o fuzil de assalto começou a recuar.
Μόλις πάτησε τη σκανδάλη, το τουφέκι άρχισε να κλωτσάει.

ανακαλώ

(κάτι που είπα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαζεύομαι, ζαρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tom recuou quando Peter repentinamente gritou.
Ο Τομ μόρφασε όταν ο Πήτερ φώναξε ξαφνικά .

απομακρύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Τα νερά της πλημμύρας έχουν υποχωρήσει αρκετά, ώστε οι κάτοικοι να μπορούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους.

μορφάζω

(reação) (πρόσωπο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu me retraí quando ela descreveu o acidente.
Έκανα έναν μορφασμό όταν μου περιέγραψε το ατύχημα.

ξεθωριάζω

(memória:) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γυρνάω πίσω

αποσύρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O regimento foi obrigado a se retirar depois de sofrer muitas baixas.

αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, υπαναχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sue desistiu de nos ajudar a pintar a casa. Os investidores desistiram em cima da hora.
Την τελευταία στιγμή οι επενδυτές αποσύρθηκαν.

αποφεύγω

(evitar, estar relutante em encarar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποφεύγω, αποτραβιέμαι από, υποχωρώ

(evitar, recuar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επαναλαμβάνω, ξανακάνω

(κτ που έκανα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποχωρώ,οπισθοχωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποχωρώ, ενδίδω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Apesar da evidência, ele se recusou a voltar atrás.
Παρά τις αποδείξεις αρνήθηκε να ενδώσει (or: να λυγίσει).

αλλάζω γνώμη

πέφτω

(finanças: ações) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os preços das ações caíram hoje à tarde.
Οι τιμές των μετοχών έπεσαν σήμερα το απόγευμα.

κάνω όπισθεν

(BRA) (αυτοκίνητο)

πάω με την όπισθεν

(veículo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alison deu marcha a ré com o carro para entrar na garagem.
Η Άλισον μπήκε με την όπισθεν στο γκαράζ.

κάνω όπισθεν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απομακρύνομαι από κτ/κπ

Ele ordenou às tropas que recuassem da fronteira.
Διέταξε τα στρατεύματά του να αποτραβηχτούν από τα σύνορα.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του recuar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.