Τι σημαίνει το recuperar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης recuperar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του recuperar στο πορτογαλικά.

Η λέξη recuperar στο πορτογαλικά σημαίνει ανακτώ, αναρρώνω, συνεφέρνω, παίρνω πίσω, ξαναβρίσκω, αποκαθιστώ, ξανακερδίζω την κατοχή της μπάλας, θεραπεύω, ανακτώ, ανακτώ, επανακτώ, ανακάμπτω οικονομικά, ανακτώ, επαναποκτώ, συγκεντρώνομαι, ξανακερδίζω, περισώζω, περισυλλέγω, επανακτώ, καταφέρνω ξανά, επιτυγχάνω ξανά, κατορθώνω ξανά, ξανακερδίζω, ξαναπαίρνω, εξοφλώ, ξεπληρώνω, αναπληρώνω, επαναγοράζω, διεκδικώ ανάκτηση, διεκδικώ επανάκτηση, ανακτώ, επαναφέρω, ανακτώ, αποκαθιστώ, καλυτερεύω, συνέρχομαι, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, επανέρχομαι, ξεμεθάω, συνέρχομαι από μεθύσι, κοιμάμαι για να συνέλθω, παίρνω μια ανάσα, τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, πηγαίνω καλά, πάω καλά, επανέρχομαι γρήγορα σε πρότερη κατάσταση, επιστρέφω στην αρχική θέση, ανακάμπτω, ανακάμπτω, που με βοηθάει να ξεπεράσω έναν χωρισμό, ανακάμπτω, συνέρχομαι, ξελαχανιάζω, γίνομαι γρήγορα καλά, συνέρχομαι γρήγορα, ανακάμπτω, συνέρχομαι, αναρρώνω από κτ, ξεπερνώ μεγαλώνοντας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης recuperar

ανακτώ

(adquirir novamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A baronesa nunca chegou a recuperar sua coleção de diamantes roubada.
Η βαρόνη ποτέ δε ξαναβρήκε την κλεμμένη συλλογή διαμαντιών.

αναρρώνω

(reabilitar saúde)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O atleta se recuperou rapidamente depois de sua cirurgia no joelho.
Ο αθλητής ανάρρωσε σύντομα μετά την εγχείρηση στο γόνατο.

συνεφέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Victoria estivera muito doente, mas um bom tratamento e bastante descanso logo a recuperaram.
Η Βικτώρια ήταν πολύ άρρωστη αλλά σύντομα συνήλθε χάρη στην καλή αγωγή και στις πολλές ώρες ξεκούρασης.

παίρνω πίσω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναβρίσκω

verbo transitivo (saúde) (την υγειά μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela recuperou sua saúde depois de uma semana no hospital.
Ξαναβρήκε την υγειά της μετά από μία εβδομάδα στο νοσοκομείο.

αποκαθιστώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξανακερδίζω την κατοχή της μπάλας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Depois da atrapalhada, ele se recuperou, fazendo um gol improvável.

θεραπεύω

(por cura)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακτώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακτώ, επανακτώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακάμπτω οικονομικά

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Λαμβάνοντας υπόψη τους οικτρούς αριθμούς πωλήσεων και την πρόσφατη χρεοκοπία, η General Motors θα πρέπει να ανακάμψει οικονομικά για να πετύχει βιωσιμότητα.

ανακτώ

verbo transitivo (dinheiro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επαναποκτώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγκεντρώνομαι

(adquirir foco mental e tranquilidade)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξανακερδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Depois de ter um caso, John precisou trabalhar duro para reconquistar a confiança da esposa.
Μετά την παράλληλη σχέση του, ο Τζον έπρεπε να προσπαθήσει πολύ για να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη της γυναίκας του.

περισώζω, περισυλλέγω

(de naufrágio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mergulhadores salvaram parte da carga do naufrágio.
Οι δύτες έσωσαν ένα μέρος του φορτίου από το ναυάγιο.

επανακτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταφέρνω ξανά, επιτυγχάνω ξανά, κατορθώνω ξανά

(επιτυχία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξανακερδίζω, ξαναπαίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μετά από μακροχρόνια δικαστική διαμάχη, ο τραγουδιστής τελικά ξαναπήρε τον πλήρη έλεγχο των ηχογραφήσεων του. Αν θες να ξανακερδίσεις το κορίτσι σου, πρέπει να της δείξεις ότι λυπάσαι.

εξοφλώ, ξεπληρώνω

(για να το πάρω πίσω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill havia penhorado seu relógio e não tinha dinheiro suficiente para reavê-lo.
Ο Μπιλ είχε βάλει ως ενέχυρο το ρολόι του και δεν είχε αρκετά χρήματα για να το πάρει πίσω.

αναπληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele tentou compensar o tempo perdido passando todo o tempo com seus filhos.

επαναγοράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διεκδικώ ανάκτηση, διεκδικώ επανάκτηση

(retomar: devido a dívida) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανακτώ, επαναφέρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda esperava que pudesse restaurar seus arquivos após seu computador travar.
Η Λίντα ήλπιζε να μπορέσει να ανακτήσει τα αρχεία της μετά το κρασάρισμα του υπολογιστή της.

ανακτώ

verbo transitivo (κάτι από κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκαθιστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom tornara-se pálido e letárgico, mas uma mudança radical na alimentação recuperou sua saúde.
Ο Τομ είχε γίνει χλωμός και ληθαργικός αλλά μια δραστική αλλαγή στη διατροφή του αποκατέστησε την υγεία του.

καλυτερεύω, συνέρχομαι

(da doença ou ferimento)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sinto saber que você está doente. Esperamos que você se recupere logo.
Λυπάμαι που είσαι άρρωστη. Ας ελπίσουμε ότι θα συνέλθεις σύντομα.

τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Depois do acidente terrível, não sabíamos ao certo se ela ia sobreviver, mas ela sobreviveu, graças a Deus!

επανέρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεμεθάω, συνέρχομαι από μεθύσι

(recuperar-se da bebedeira)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιμάμαι για να συνέλθω

(recuperar-se ao dormir) (από κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω μια ανάσα

(figurado: fazer um intervalo) (μεταφορικά: διάλειμμα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, πηγαίνω καλά, πάω καλά

(de doença)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Um mês após o acidente de carro, Mary está melhorando.
Ένα μήνα μετά το ατύχημά της η Μαίρη πάει καλά.

επανέρχομαι γρήγορα σε πρότερη κατάσταση

verbo pronominal/reflexivo (retornar rapidamente ao estado original)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιστρέφω στην αρχική θέση

(tecido, voltar ao estado original)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανακάμπτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A empresa vai recuperar-se da instabilidade financeira porque seus produtos estão sendo procurados.
Η εταιρεία θα ανακάμψει από την οικονομική αστάθεια, καθώς τα προϊόντα της έχουν ζήτηση.

ανακάμπτω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A empresa recuperou-se depois de passar por um período difícil.
Η εταιρεία ανέκαμψε αφού πέρασε μια δύσκολη περίοδο.

που με βοηθάει να ξεπεράσω έναν χωρισμό

(BRA, relacionamento temporário)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Πολ και η Γουέντυ; Αυτό είναι μόνο για να ξεπεράσει τον χωρισμό του; ακόμα δεν έχει ξεκολλήσει από τη Ρέιτσελ.

ανακάμπτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνέρχομαι

(de doença)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
James ficou seriamente doente por bastante tempo e os médicos achavam que ele talvez morresse, mas agora ele parece ter se recuperado.

ξελαχανιάζω

expressão verbal (pausa para respirar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γίνομαι γρήγορα καλά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνέρχομαι γρήγορα

(voltar rapidamente ao normal)

Ο δάσκαλος έπιασε τον Τζέιμς να ονειροπολεί, αλλά συνήλθε γρήγορα.

ανακάμπτω

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele estava seriamente doente numa ocasião mas se recuperou rapidamente.
Σε κάποια φάση ήταν επικίνδυνα άρρωστος, αλλά ανέκαμψε γρήγορα.

συνέρχομαι

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O paciente recuperou a consciência logo após a operação dele.
Ο ασθενής συνήλθε γρήγορα μετά την εγχείρηση.

αναρρώνω από κτ

Leva tempo para se recuperar de uma doença grave.
Θέλει χρόνο για να αναρρώσεις (or: συνέλθεις) από μια σοβαρή ασθένεια.

ξεπερνώ μεγαλώνοντας

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μεγαλώνοντας, πολλά παιδιά ξεπερνούν τις νηπιακές αλλεργίες.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του recuperar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.