Τι σημαίνει το recuperação στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης recuperação στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του recuperação στο πορτογαλικά.
Η λέξη recuperação στο πορτογαλικά σημαίνει ανάρρωση, ανάρρωση, επανέρχομαι, ανάρρωση, ανάκτηση, ανάκαμψη, ανάκαμψη, ανάκαμψη, ανάκτηση, επανάκτηση, αποκατάσταση, επανάκτηση, ανάκτηση, επανάληψη εξέτασης μετά από αποτυχία, προσπάθεια να φτάσω κάποιον, προσπάθεια να προφτάσω κάποιον, ανάκαμψη, ανάκτηση, επανάκτηση, ανάρρωση, αποκατάσταση, αναζωογόνηση, δεύτερη ευκαιρία, εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι, ανάκτηση, επανάκτηση, ανάκτηση/επαναφορά δεδομένων, αποκατάσταση σε περίπτωση καταστροφής, ανάρρωση, επαναφορά συστήματος, ανάκτηση συστήματος, επιστροφή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης recuperação
ανάρρωσηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alex havia estado muito doente e sua recuperação levou diversos meses. Ο Άλεξ ήταν πολύ άρρωστος κι η ανάρρωσή του διήρκεσε αρκετούς μήνες. |
ανάρρωσηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επανέρχομαιsubstantivo feminino (πιο γρήγορα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rachel ficou abalada pela experiência de testemunhar o acidente, mas sua recuperação foi rápida e ela correu para ajudar. Η Ρέιτσελ ταράχτηκε που είδε με τα μάτια της το ατύχημα, αλλά επανήλθε γρήγορα και έτρεξε να βοηθήσει. |
ανάρρωσηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανάκτησηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A polícia advertiu a vítima do roubo que a recuperação dos itens roubados era improvável. Η αστυνομία είπε στο θύμα της διάρρηξης ότι δεν ήταν πιθανό να ξαναβρεί τα αντικείμενα που του έκλεψαν. |
ανάκαμψηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανάκαμψηsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανάκαμψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A recuperação da economia foi um alívio para todos. Η ανάκαμψη της οικονομίας ανακούφισε τους πάντες. |
ανάκτηση, επανάκτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A recuperação da bola do jardim do vizinho foi complicada, envolvendo Ti m tendo que escalar a cerca sem ser visto. Το να πάρει πίσω ο Τιμ τη μπάλα του από τον κήπο του γείτονα ήταν δύσκολο καθώς έπρεπε να περάσει τον φράχτη χωρίς να τον δουν. |
αποκατάστασηsubstantivo feminino (para novo uso) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επανάκτηση, ανάκτησηsubstantivo feminino (ato de recuperar) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επανάληψη εξέτασης μετά από αποτυχία(novo exame) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Τα πήγα καλύτερα στις επαναληπτικές εξετάσεις από ό,τι στις αρχικές. |
προσπάθεια να φτάσω κάποιον, προσπάθεια να προφτάσω κάποιονsubstantivo feminino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A última tentativa de recuperação do ciclista falhou e ele terminou a corrida em terceiro lugar. Η προσπάθεια του ποδηλάτη να φτάσει (or: προφτάσει) τους αντιπάλους του απέτυχε κι έτσι τερμάτισε τρίτος στον αγώνα. |
ανάκαμψηsubstantivo feminino (economia) (οικονομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανάκτηση, επανάκτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Infelizmente, não há possibilidade de resgate do navio naufragado, pois seria muito perigoso tentar içá-lo do fundo do oceano. O técnico de informática me garantiu que a recuperação dos meus arquivos não seria um problema. Δυστυχώς δεν είναι δυνατή η ανάκτηση (or: επανάκτηση) του βυθισμένου πλοίου, καθώς θα ήταν πολύ επικίνδυνο να προσπαθήσουμε να το σηκώσουμε από τον βυθό της θάλασσας. |
ανάρρωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποκατάστασηsubstantivo feminino (paciente) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναζωογόνησηsubstantivo feminino (renovação) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δεύτερη ευκαιρίαsubstantivo feminino (oportunidade de refazer) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι(BRA, economia) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No final do dia, as ações dessa companhia sofreram rali. |
ανάκτηση, επανάκτησηsubstantivo feminino (recuperação do que é devido) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανάκτηση/επαναφορά δεδομένων(informática) (Η/Υ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποκατάσταση σε περίπτωση καταστροφής(de desastres) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανάρρωση(recuperação de ferimento) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επαναφορά συστήματος, ανάκτηση συστήματος(restaurar os programas de computador após falha do sistema) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επιστροφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του recuperação στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του recuperação
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.