Τι σημαίνει το registered στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης registered στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του registered στο Αγγλικά.

Η λέξη registered στο Αγγλικά σημαίνει καταγεγραμμένος, καταχωρισμένος, εγγεγραμμένος, αναγνωρισμένος, εγγράφομαι, ταμείο, μητρώο, νηολόγιο, καταχωρώ, καταγράφω, καταχωρώ, εγγράφω, εγγράφομαι, γράφομαι, κατάλογος, έκταση φωνής, σωλήνας, ευθυγράμμιση, ύφος, γίνεται κατανοητό, έχω λίστα γάμου, έχω μέγεθος, προσαρμόζω, εκφράζω, δείχνω, συστημένη επιστολή, έδρα, επωνυμία, καταχωρημένος ψηφοφόρος, επίσημα εγγεγραμμένος νοσηλευτής, επίσημα εγγεγραμμένη νοσηλεύτρια, κρατικά αναγνωρισμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης registered

καταγεγραμμένος, καταχωρισμένος

adjective (officially recorded)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
There was a fall in the number of registered births last year.

εγγεγραμμένος, αναγνωρισμένος

adjective (has legal documents)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Only registered members of the profession should apply.

εγγράφομαι

intransitive verb (sign up)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He registered for the English class.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πέρασε στη Φιλοσοφική, αλλά ποτέ δεν πήγε να γραφτεί.

ταμείο

noun (mostly US (cash box)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cashier took my change out of the cash register.
Ο ταμίας πήρε τα ρέστα μου απ' το ταμείο.

μητρώο

noun (record book)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The newlyweds signed the register.
Οι νεόνυμφοι υπέγραψαν στο μητρώο.

νηολόγιο

noun (ship's document)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A ship's register often included the name of the master, as well as the home port.
Το νηολόγιο ενός πλοίου συχνά περιλάμβανε το όνομα του καπετάνιου καθώς και το λιμάνι βάσης του πλοίου.

καταχωρώ

transitive verb (enter formally)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The president of the organisation registered the new members in the official books.
Ο πρόεδρος της οργάνωσης καταχώρησε τα νέα μέλη στα επίσημα βιβλία.

καταγράφω, καταχωρώ

transitive verb (record in a log)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The office registered all written complaints.
Το γραφείο καταχωρούσε όλες τις γραπτές διαμαρτυρίες.

εγγράφω

transitive verb (enrol: [sb] in school)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His parents decided to register him at a different school.
Οι γονείς του αποφάσισαν να τον γράψουν σε ένα άλλο σχολείο.

εγγράφομαι, γράφομαι

(enrol) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Louisa registered for a pottery class at the community center.
Η Λουίζα εγγράφηκε σε ένα μάθημα κεραμικής στο κοινοτικό κέντρο.

κατάλογος

noun (list)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His rude remark added to the register of offences in her mind.

έκταση φωνής

noun (music: range)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
This soprano's register is wider than most.

σωλήνας

noun (organ: pipes)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
If you want less airflow, just close the register a little.

ευθυγράμμιση

noun (printing: adjustment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Press sheets include marks to show the page's register.

ύφος

noun (language: degree of formality)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Register is an important part of languages that have honorifics systems.

γίνεται κατανοητό

intransitive verb (be understood) (για γεγονός, ενέργεια)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
That he had been fired did not register, and he came to work the next day.
Δεν αντιλήφθηκε ότι τον απέλυσαν και ήρθε για δουλειά την επόμενη μέρα.

έχω λίστα γάμου

intransitive verb (create list of desired items at store)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The couple has registered at a large department store, so you can check to see what they want on the store's website.

έχω μέγεθος

transitive verb (measurement reading)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The earthquake registered four on the Richter Scale.

προσαρμόζω

transitive verb (printing: adjust)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you don't register the plates, the colours will overlap.

εκφράζω, δείχνω

transitive verb (show emotion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Charlie's face registered surprise.

συστημένη επιστολή

noun (insured first-class letters, parcels) (γράμμα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We recommend that valuable items be sent by registered mail. I'd like to send this parcel by registered post, please.
Θα ήθελα να στείλω αυτό το πακέτο ως συστημένο, παρακαλώ.

έδρα

noun (official business address)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επωνυμία

noun (brand name)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Coca Cola is a registered trademark.

καταχωρημένος ψηφοφόρος

noun (person on the electoral register)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You cannot vote in a general election unless you are a registered voter.

επίσημα εγγεγραμμένος νοσηλευτής, επίσημα εγγεγραμμένη νοσηλεύτρια

noun (UK, initialism (State Registered Nurse)

κρατικά αναγνωρισμένος

adjective (officially recognised)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του registered στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.