Τι σημαίνει το rejeter στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rejeter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rejeter στο Γαλλικά.

Η λέξη rejeter στο Γαλλικά σημαίνει απορρίπτω, απορρίπτω, αποβάλλω, απορρίπτω, απορρίπτω, απορρίπτω, αποκηρύσσω, αρνούμαι, απαξιώνω, καταψηφίζω, απορρίπτω,εγκαταλείπω,παρατάω, ξεφορτώνομαι, ξεβράζω κάτι στην ακτή, επιρρίπτω, απορρίπτω, απορρίπτω, απορρίπτω, γειώνω, απορρίπτω, αρνούμαι, απορρίπτω, απορρίπτω, απορρίπτω, καταψηφίζω, απορρίπτω, βγάζω, πετάω, αρνούμαι, αρνιέμαι, απορρίπτω, αποκρούω, απορρίπτω, απορρίπτω, απορρίπτω, αρνούμαι, απορρίπτω, αποκηρύσσω, απαρνούμαι, απεκδύομαι, αποσείω, απορρίπτω, απορρίπτω, ανατρέπω, απορρίπτω, ανατρέπω, αναιρώ, ακυρώνω, αποφεύγω, απέχω, αποβάλλω, απαγορεύω, απαρνούμαι, απορρίπτω, απορρίπτω, εκπνέω, πετάω, πετώ, αγνοώ, αντιδρώ σε κτ, πετάω, πετώ, απορρίπτω ασυζητητί, πετάω στα μούτρα, ρίχνω το φταίξιμο αλλού, ρίχνω την ευθύνη σε κάποιον, κάνω κτ πίσω, σπρώχνω κτ πίσω, αποδίδω, κάνω κπ τον αποδιοπομπαίο τράγο, σηκώνω απότομα, αγνοώ, εξορίζω, απορρίπτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rejeter

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après six heures de délibération, le jury a rejeté sa version des faits et l'a jugé coupable.
Μετά από έξι ώρες διαβούλευσης, οι ένορκοι απέρριψαν την εκδοχή του για τα γεγονότα και τον έκριναν ένοχο.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a sombré dans la dépression après qu'elle l'ait rejeté.
Έπεσε σε κατάθλιψη αφότου εκείνη τον απέρριψε.

αποβάλλω

verbe transitif (Biologie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le corps du patient rejeta le nouveau cœur.

απορρίπτω

verbe transitif (une proposition, un candidat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cabinet de consultants refusait (or: a rejetait) la plupart des candidats, réservant ses places à l'élite.
Η συμβουλευτική εταιρεία απέρριψε τους περισσότερους υποψηφίους και πήρε μόνο τους κορυφαίους.

απορρίπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le syndicat a rejeté l'offre du gouvernement d'une hausse de salaire de 1 %.
Το σωματείο απέρριψε την πρόταση της κυβέρνησης για αύξηση των μισθών κατά 1%.

απορρίπτω

(un argument, une objection)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκηρύσσω, αρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απαξιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le comité a rejeté ma suggestion de réduire les frais d'abonnement.

καταψηφίζω

verbe transitif (une proposition)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω,εγκαταλείπω,παρατάω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle se sert des gens qu'elle rencontre, puis elle les rejette.

ξεφορτώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεβράζω κάτι στην ακτή

verbe transitif (océan)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιρρίπτω

verbe transitif (la faute, responsabilité) (ευθύνες κλπ σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il rejetait souvent la responsabilité sur sa sœur.
Συνήθως έριχνε (or: φόρτωνε) τις ευθύνες στην αδερφή του.

απορρίπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le dossier a été rejeté par le tribunal faute de preuves. Nous pouvons rejeter tout de suite les idées les plus farfelues.
Η υπόθεση απορρίφθηκε από το δικαστήριο λόγω έλλειψης στοιχείων.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω, γειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Une star du cinéma a passé la nuit à la poursuivre, mais elle l'a rejetée.
Ένας πολύ γνωστός αστέρας του κινηματογράφου πέρασε όλο το βράδυ κυνηγώντας την, αλλά τον απέρριψε.

απορρίπτω, αρνούμαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Edward a rejeté l'offre d'aide de Carol.
Ο Έντουαρντ απέρριψε (or: αρνήθηκε) την προσφορά της Κάρολ να τον βοηθήσει.

απορρίπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο δικαστής απέρριψε το επιχείρημα της εταιρείας ότι το δικαστήριο δεν είχε καμία δικαιοδοσία στην υπόθεση.

απορρίπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'inspecteur de la qualité a rejeté les pièces défaillantes.
Ο επιθεωρητής ποιότητας απέρριψε τα τμήματα που ήταν ελαττωματικά.

απορρίπτω, καταψηφίζω

verbe transitif (un projet de loi) (πολιτική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le projet de loi a été rejeté à cinquante-cinq voix contre quarante-cinq.
Το νομοσχέδιο απορρίφθηκε (or: καταψηφίστηκε) με ποσοστό 55 προς 45.

απορρίπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le Juge a rejeté l'affaire dû à un manque de preuves.

βγάζω, πετάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le tuyau d'arrosage rejetait de l'eau.

αρνούμαι, αρνιέμαι

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il l'a demandée deux fois en mariage mais elle l'a rejeté à chaque fois.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate repoussa les avances de Dan.

αποκρούω, απορρίπτω

([qch] ou [qqn])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand j'ai demandé au patron une augmentation, il m'a rapidement rabroué.

απορρίπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le photographe a rejeté l'utilisation d'accessoires pour la prise de photos.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο διαιτητής ακύρωσε 2 γκολ της ομάδας μας.

απορρίπτω, αρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La banque a refusé ma demande de crédit.
Η τράπεζα απέρριψε την αίτησή μου για δάνειο.

απορρίπτω

verbe transitif (une idée, un projet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La commission avait examiné l'idée de Daisy, mais l'avait finalement rejetée au profit d'une autre.
Το συμβούλιο έλαβε υπόψιν του την ιδέα της Ντέιζυ, αλλά τελικά την απέρριψαν για κάποια άλλη.

αποκηρύσσω, απαρνούμαι, απεκδύομαι, αποσείω

verbe transitif (ευθύνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a nié la responsabilité des dégâts causés par son chien.

απορρίπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le président a rejeté le projet de loi à la dernière minute et il n'est pas passé.
Ο πρόεδρος απέρριψε το νομοσχέδιο την τελευταία στιγμή και έτσι δεν πέρασε.

απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim en a marre de voir ses idées rejetées par son chef.
Ο Τομ έχει κουραστεί από το αφεντικό του που απορρίπτει όλες τις ιδέες του.

ανατρέπω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon directeur a donné le feu vert pour le projet, mais le PDG a ensuite annulé sa décision.

απορρίπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανατρέπω, αναιρώ, ακυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο δικαστής ακύρωσε την ετυμηγορία του κατώτερου δικαστηρίου.

αποφεύγω, απέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το ζευγάρι θα παντρευτεί στην παραλία απέχοντας απ' την παράδοση.

αποβάλλω

verbe transitif (un gaz, une substance) (ουσία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le colis non identifié émettait (or: dégageait) une odeur toxique.

απαγορεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απαρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le premier ministre a écarté toute idée de rigueur budgétaire.

εκπνέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carlos a allumé une cigarette et a rejeté la fumée par les narines.

πετάω, πετώ

(στα σκουπίδια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le T-shirt était très usé alors Amanda l'a jeté à la poubelle.

αγνοώ

(une idée, proposition)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'homme politique n'a pas pris au sérieux les rumeurs autour de cette affaire.

αντιδρώ σε κτ

Les élèves se sont opposés à l'idée de repousser l'examen final.

πετάω, πετώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορρίπτω ασυζητητί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το ξέρω ότι ακούγεται λίγο ως θεωρία συνομωσίας αλλά σε παρακαλώ να μην την απορρίψεις ασυζητητί.

πετάω στα μούτρα

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω το φταίξιμο αλλού

locution verbale (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il ne reconnaît jamais ses erreurs au travail et rejette toujours la faute sur quelqu'un d'autre.

ρίχνω την ευθύνη σε κάποιον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κτ πίσω, σπρώχνω κτ πίσω

verbe transitif (les cheveux)

Rachel a ramené ses cheveux en arrière.

αποδίδω

(κάτι σε κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il attribua son manque de concentration à la mauvaise nuit qu'il avait passé.
Απέδωσε την έλλειψη συγκέντρωσής του στο γεγονός ότι είχε κοιμηθεί άσχημα εκείνη τη νύχτα.

κάνω κπ τον αποδιοπομπαίο τράγο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Εάν το λάθος είναι δικό σου, θα πρέπει να αναλάβεις την ευθύνη και όχι να κάνεις κάποιον άλλο τον αποδιοπομπαίο τράγο.

σηκώνω απότομα

verbe transitif

Le cheval a rejeté sa tête en arrière, impatient de partir.

αγνοώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La jeune fille a été exclue du club d'information comme étant une novice.

εξορίζω

(κάποιον από κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fut rejeté (or: banni) de la ville et dut aller habiter ailleurs.
Τον εξόρισαν από την πόλη του και έπρεπε να ζήσει αλλού.

απορρίπτω

verbe transitif (κάτι ως κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dans un premier temps, l'éditeur a rejeté cette histoire comme étant une rumeur.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rejeter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του rejeter

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.