Τι σημαίνει το remplaçant στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης remplaçant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του remplaçant στο Γαλλικά.

Η λέξη remplaçant στο Γαλλικά σημαίνει αντικαθιστώ, αντικαθιστώ, παίρνω την θέση, αντικαθιστώ, υποκαθιστώ, αναπληρώνω, αντικαθιστώ/αναπληρώνω προσωρινά, αντικαθιστώ, αντικαθιστώ, αντικαθιστώ, υποκαθιστώ, αντικαθιστώ, αντικαθιστώ, καλύπτω, αντικαθιστώ, αναπληρώνω για κπ, είμαι ο αντικαταστάτης, η αντικαταστάτρια, αλλάζω, αντικαθιστώ, αντικαθιστώ, αντικαθιστώ, υποκαθιστώ, αποκατάσταση, αλλάζω, διαδέχομαι, επικουρικός, βοηθός, αναπληρωματικός, αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια, που κάνει μόνο για τον πάγκο, αναπληρωματικός, αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια, αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια, αντικατάσταση, αλλαγή, αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια, αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια, αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια, αναπληρωτής, αναπληρώτρια, αναπληρωματικός, αναπληρωματικός, αναπληρωτής, αναπληρώτρια, αναπληρωτής, αντικαταστάτης, αναπληρωτής καθηγητής, αναπληρώτρια καθηγήτρια, εφεδρικός, αναπληρωματικός, περιστασιακός, αναπληρωτής, αναπληρώτρια, αναπληρωματικός, αναπληρωτής, αναπληρώτρια, αντικαθιστώ, αντικαθιστώ, ανταλλακτικό, βάζω νέες χορδές σε κτ, αντικαθιστώ, αλλάζω, αντικαθιστώ κτ με κτ, αντικαθιστώ κτ με κτ, ενεργώ εκ μέρους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης remplaçant

αντικαθιστώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je connaissais tellement bien mon métier que personne ne pouvait me remplacer. La télévision numérique a largement remplacé la télévision analogique.

αντικαθιστώ, παίρνω την θέση

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rien ne remplace l'argent dans notre société.

αντικαθιστώ, υποκαθιστώ, αναπληρώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je remplace souvent le professeur d'anglais à l'école publique.
Συχνά αντικαθιστώ τον καθηγητή αγγλικών στο δημόσιο σχολείο.

αντικαθιστώ/αναπληρώνω προσωρινά

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda remplace la secrétaire habituelle pendant son congé maladie.
Η Λίντα αναπληρώνει προσωρινά την κανονική γραμματέα για όσο είναι άρρωστη.

αντικαθιστώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντικαθιστώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Votre professeur a eu un empêchement alors je le remplacerai aujourd'hui.
Στην καθηγήτριά σας προέκυψε κάτι έκτακτο. Γι' αυτό, λοιπόν, θα την αντικαταστήσω εγώ.

αντικαθιστώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John ne pourra pas venir. C'est moi qui le remplace.
Του Τζον του έτυχε κάτι επείγον και τον αντικαθιστώ εγώ.

υποκαθιστώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En essayant d'expliquer l'accident à ses amis dans le bar, Gavin a utilisé le verre de bière pour remplacer la voiture et le sous-bock pour le piéton.
Στο μπαρ, ο Γκάβιν προσπάθησε να εξηγήσει στους φίλους του το ατύχημα. Χρησιμοποίησε, λοιπόν, το ποτήρι της μπίρας, για να υποκαταστήσει το αυτοκίνητο και το σουβέρ για να υποκαταστήσει τον πεζό.

αντικαθιστώ

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je remplace mon supérieur au conseil d'administration la semaine prochaine.
Θα αντικαταστήσω το αφεντικό μου στη συνεδρίαση του συμβουλίου την επόμενη βδομάδα.

αντικαθιστώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lors de cette réunion, M. Jones remplacera M. Smith, qui est en congé maladie aujourd'hui.
Σε αυτή τη σύσκεψη ο κύριος Τζόουνς θα πάρει τη θέση του κυρίου Σμιθ, ο οποίος απουσιάζει σήμερα λόγω ασθένειας.

καλύπτω, αντικαθιστώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu peux me remplacer samedi soir ? J'aimerais rester à la maison.
Μπορείς να κάτσεις στο πόδι μου το Σάββατο το βράδυ; Θέλω να κάτσω σπίτι.

αναπληρώνω για κπ

verbe transitif (Scolaire)

Mme Black a remplacé notre prof de biologie aujourd'hui.

είμαι ο αντικαταστάτης, η αντικαταστάτρια

verbe transitif (Scolaire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Votre professeur habituel est malade aujourd'hui. C'est donc M. Wiseman le remplacera.

αλλάζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nouvelle équipe va remplacer les autres travailleurs.
Το καινούριο συνεργείο θα αλλάξει τους άλλους εργάτες.

αντικαθιστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le système d'exploitation remplace le vieux système, qui ne répondait plus à nos besoins.

αντικαθιστώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Philip a remplacé sa chaudière de chauffage central parce que la vieille ne fonctionnait pas correctement.

αντικαθιστώ, υποκαθιστώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les emplois de l'industrie des services ont remplacé les anciens métiers de production.

αποκατάσταση

(d'une dent)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλλάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La télé ne marche pas bien. Je voudrais l'échanger.
Αυτή η τηλεόραση είναι ελαττωματική. Θέλω να την αλλάξω.

διαδέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le nouveau maire succède à M. Brown, qui a été maire pendant plus d'une décennie.

επικουρικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βοηθός

nom masculin (Boxe)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Le remplaçant du boxeur a baissé les bras.

αναπληρωματικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'entraîneur a envoyé l'attaquant remplaçant sur le terrain.

αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
ΟΙ γονείς της Έμιλι πέθαναν όταν ήταν μωρό, αλλά οι παππούδες της αποτέλεσαν καλούς θετούς γονείς.

που κάνει μόνο για τον πάγκο

(Sports)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elaine était prête à montrer qu'elle était plus qu'une simple remplaçante.
Η Ελέιν ήταν έτοιμη να δείξει ότι δεν κάνει μόνο για τον πάγκο.

αναπληρωματικός

(Sports)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
L'entraîneur a envoyé un remplaçant prendre la place du joueur blessé.
Ο προπονητής έστειλε έναν αναπληρωματικό για να αντικαταστήσει τον τραυματισμένο παίκτη.

αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Evelyn a besoin d'une remplaçante pour son assistante qui part en vacances pendant deux semaines.
Η Έβελιν χρειάζεται αντικαταστάτη για τη γραμματέα της, η οποία θα λείπει σε διακοπές για δύο εβδομάδες.

αντικατάσταση, αλλαγή

(Sports)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Calvin a pu participer au tournoi comme remplaçant lorsqu'un autre joueur s'est blessé.

αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Je suis content que notre professeur habituel soit de retour, le remplaçant n'était pas très bon.
Χαίρομαι που επέστρεψε η κανονική μας καθηγήτρια. Η αντικαταστάτριά της δεν ήταν πολύ καλή.

αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
L'entraîneur assistant sera le remplaçant de l'entraîneur qui est malade ce soir.
Ο βοηθός προπονητή θα είναι ο αντικαταστάτης του επικεφαλής προπονητή που είναι άρρωστος απόψε.

αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Tom chantera le solo, avec Ryan en tant que remplaçant.

αναπληρωτής, αναπληρώτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Ce n'est pas notre professeur mais seulement une remplaçante.

αναπληρωματικός

(Sports)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Il y avait quinze joueurs sur le terrain et deux remplaçants.

αναπληρωματικός

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

αναπληρωτής, αναπληρώτρια

(qui seconde [qqn])

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Le maire étant souffrant, c'est son adjoint qui a assisté à la réunion.
Ο δήμαρχος ήταν άρρωστος, οπότε ο αναπληρωτής του έπρεπε να παρευρεθεί στη συνεδρίαση αντί για εκείνον.

αναπληρωτής

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Comme mon médecin habituel n'était pas là, j'ai dû aller voir son remplaçant.

αντικαταστάτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αναπληρωτής καθηγητής, αναπληρώτρια καθηγήτρια

εφεδρικός, αναπληρωματικός

(appareil)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Το γραφείο έχει μια λίστα με αναπληρωτές, σε περίπτωση που κάποιος από τους μόνιμους δασκάλους αρρωστήσει.

περιστασιακός

(travail)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναπληρωτής, αναπληρώτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Le professeur remplaçant a demandé aux élèves ce qu'ils avaient fait avec leur professeur habituel.

αναπληρωματικός

(Sports)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

αναπληρωτής, αναπληρώτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
M. Rogers étant en congé maladie aujourd'hui, l'école a prévu un professeur remplaçant pour assurer ses cours.

αντικαθιστώ

verbe transitif (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai enfin remplacé ma vieille machine à écrire par un ordinateur.
Επιτέλους αντικατέστησα την παλιά μου γραφομηχανή με έναν υπολογιστή.

αντικαθιστώ

verbe transitif (κπ στη θέση κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joyce a remplacé Carl en tant que directrice financière.
Η Τζόις αντικατέστησε τον Καρλ στη θέση του διευθυντή οικονομικών.

ανταλλακτικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το καπάκι του μούλτι μου έσπασε και πρέπει να αγοράσω ένα ανταλλακτικό.

βάζω νέες χορδές σε κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντικαθιστώ, αλλάζω

(κάτι στη θέση άλλου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils m'ont fait une farce et ont remplacé mon thé par de la soupe à l'oignon.
Μου έκανα πλάκα και μου αντικατέστησαν κρυφά το τσάι με κρεμμυδόσουπα.

αντικαθιστώ κτ με κτ

ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Άλις χρησιμοποίησε σιτάλευρο αντί για άσπρο αλεύρι όταν έφτιαξε τα μπισκότα.

αντικαθιστώ κτ με κτ

ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Άλις αντικατέστησε το άσπρο αλεύρι που ανέφερε η συνταγή με σιτάλευρο.

ενεργώ εκ μέρους

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je vais devoir remplacer mon frère qui est absent.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του remplaçant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του remplaçant

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.