Τι σημαίνει το renforcé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης renforcé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του renforcé στο Γαλλικά.

Η λέξη renforcé στο Γαλλικά σημαίνει ενισχύω, ενισχύω, ενισχύω, δυναμώνω, δυναμώμω, ξαναδυναμώνω, ενισχύω, κάνω κτ πιο αυστηρό, περιορίζω, σφίγγω, κάνω κτ πιο αυστηρό, μοντάρω, αυξάνω, στηρίζω, υποβαστάζω, ενισχύω ξανά, οχυρώνω ξανά, μεγαλώνω, ισχυροποιώ, δυναμώνω, εντείνω, στηρίζω, ενδυναμώνω, ενισχύω, τονίζω τους μύες, στρώνω κτ από κάτω, ενισχύω, ενισχύω, ισχυροποιώ, στηρίζω, υποστηρίζω, αποκτώ, αυξημένος, ανεβασμένος, σκληρυμένος, που έχει γίνει ανθεκτικός, ενισχυμένος, ενισχυμένος, οξυμένος, ενισχυμένος, οχυρωμένος, προστατευμένος, δίνω δύναμη, ενισχύω με καναβάτσο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης renforcé

ενισχύω

verbe transitif (Militaire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
De nouvelles troupes sont arrivées pour renforcer celles qui étaient déjà sur le terrain.
Έφτασαν νέα στρατεύματα για να ενισχύσουν εκείνα που βρίσκονταν ήδη στο πεδίο της μάχης.

ενισχύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont renforcé les portes avec de l'acier.
Ενίσχυσαν τις πόρτες με χάλυβα.

ενισχύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le temps passé dans cette région a renforcé mes convictions politiques.
Ο χρόνος που πέρασα σε εκείνη την περιοχή ενίσχυσε τις πολιτικές πεποιθήσεις μου.

δυναμώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim a ajouté des étais pour renforcer la table.
Ο Τιμ πρόσθεσε στύλους για να ενισχύσει το τραπέζι.

δυναμώμω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le fait de rajouter un enduit protecteur a permis de renforcer le bois.

ξαναδυναμώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενισχύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les épices indiennes renforcent ce plat végétarien.
Τα ινδικά μπαχαρικά ενισχύουν αυτό το πιάτο για χορτοφάγους.

κάνω κτ πιο αυστηρό

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les compagnies aériennes renforcent les mesures de sécurité à cause des menaces accrues de terrorisme.
Οι αεροπορικές εταιρείες αυξάνουν τα μέτρα προστασίας λόγω της αυξημένης τρομοκρατικής απειλής.

περιορίζω, σφίγγω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous devons renforcer les règles pour que cela n'arrive plus jamais.

κάνω κτ πιο αυστηρό

verbe transitif (les règles)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous allons renforcer les règles. Plus de tire-au-flanc !

μοντάρω

verbe transitif (φωτογραφία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a renforcé la photo avec du carton gris.

αυξάνω

verbe transitif (élargir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La municipalité a renforcé les effectifs de police en raison d'une hausse de la criminalité.

στηρίζω, υποβαστάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les poutres en bois renforçaient les murs fragiles de l'immeuble.

ενισχύω ξανά, οχυρώνω ξανά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεγαλώνω, ισχυροποιώ, δυναμώνω, εντείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι συζητήσεις ισχυροποίησαν την πεποίθηση του Ρόμπερτ πως ήταν σωστός. Το τελευταίο στοιχείο απλώς ενέτεινε το μυστήριο.

στηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πολλοί υπάλληλοι γραφείου χρησιμοποιούν μαξιλάρια για να στηρίζουν την πλάτη τους όταν κάθονται στα γραφεία τους.

ενδυναμώνω, ενισχύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le château a été fortifié par l'ajout de remparts.

τονίζω τους μύες

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je n'ai pas besoin de perdre du poids, j'ai juste besoin de tonifier mes abdos.

στρώνω κτ από κάτω

(sous une moquette)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Placer une thibaude sous un tapis le rendra plus durable.

ενισχύω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'installation d'un antivirus a renforcé la sécurité de notre système informatique.

ενισχύω, ισχυροποιώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu dois renforcer cette boisson si tu veux que les gens l'achètent.

στηρίζω, υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le déluge de preuves scientifiques renforçait l'argument du réchauffement climatique.
Τα άφθονα επιστημονικά τεκμήρια στηρίζουν το επιχείρημα σχετικά με την απειλή της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

αποκτώ

verbe transitif (la confiance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La victoire va aider l'équipe à accroître (or: à renforcer) sa confiance.
Η νίκη θα βοηθήσει την ομάδα να αποκτήσει αυτοπεποίθηση.

αυξημένος, ανεβασμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σκληρυμένος

adjectif (objet, matière)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έχει γίνει ανθεκτικός

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενισχυμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ενισχυμένος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οξυμένος

(sentiment)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Οι οξυμένες αισθήσεις συνιστούν συχνά αντίδραση στον φόβο.

ενισχυμένος, οχυρωμένος, προστατευμένος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δίνω δύναμη

ενισχύω με καναβάτσο

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του renforcé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του renforcé

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.