Τι σημαίνει το fort στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fort στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fort στο Γαλλικά.

Η λέξη fort στο Γαλλικά σημαίνει δυνατός, δυνατά, φρούριο, οχυρό, δυνατός, έντονος, υψηλός, δυνατά, βαρύς, ισχυρός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, έντονος, μεγάλος, έντονος, δυνατός, βαρύς, σταθερός, δυνατός, φρούριο, οχυρό, σκληρά, παχύς, χοντρός, δυνατός, αποφασισμένος, ιδιαίτερη ικανότητα, εύσωμος, στιβαρός, δυνατά, φωναχτά, φρούριο, δυνατός, δυνατός, λίγο παχύς, κάπως παχύς, γεροδεμένος, δυνατά, δυνατό, έντονα, μεγάλος, υψηλός, ακραίος, πλούσιος, δυνατός, ισχυρός, σκληρός, υπερωικός, ψηλά, δυνατά, ηχηρά, ακατανίκητος, ακατάσχετος, μανιασμένος, εύσωμο/παχύ άτομο, παχύς, παχουλός, έντονος, έντονος, δυνατός, έντονος, άσχημος, δυνατός, έντονος, μεγάλος, δυνατός, έντονος, γεμάτος, στρουμπουλός, ηχηρός, βροντερός, έντονος, δυνατός, καυτερός, βαρύς, σημαντικός, τεράστιος, δυνατός, ισχυρός, ευτραφής, εύσωμος, έντονα, εντόνως, είμαι καλός σε κτ, είμαι καλός σε κτ, -, έντονος, διαπεραστικός, ειδικότητα, χρηματοκιβώτιο, χρηματοκιβώτιο, πάλλομαι, σιγά, σιγανά, Βατερλώ, χαμηλώνω, προετοιμάσου, ετοιμάσου, κρατήσου, χρηματοκιβώτιο, ζενίθ, εξουσία, δύναμη, λαβή, παλλόμενος, συναισθηματικά φορτισμένος, ορμητικός, υψηλής απόδοσης, φαβορί, ευτυχώς, καθαρά και δυνατά, Πιο δυνατά!, μεγαλύτερο πλήγμα, επιδέξιος, ικανός, θύελλα, αψάδα, ο νόμος του ισχυρότερου, λαμπρή επιτυχία, μεγάλη επιτυχία, που συνηθίζει να κάνει κάτι, σκληρό ποτό, το δυνατότερο σημείο, το πιο δυνατό σημείο, δυνατός άνεμος/αέρας, δυνατός άντρας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fort

δυνατός

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Arnold est un homme fort.
Ο Αντρέας είναι δυνατός άντρας.

δυνατά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Est-ce que tu dois passer cette musique horrible aussi fort ?
Πρέπει να παίζεις αυτή την απαίσια μουσική τόσο δυνατά;

φρούριο, οχυρό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un vieux fort en bois se tenait près de la rivière.
Υπάρχει ένα παλιό ξύλινο οχυρό δίπλα στο ποτάμι.

δυνατός, έντονος

adjectif (odeur, goût,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cet aliment dégage une odeur très forte.
Αυτό το φαγητό έχει πολύ δυνατή (or: έντονη) μυρωδιά.

υψηλός

(mentalement) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lily est un esprit fort.
Η Λίλη διαθέτει υψηλή νοημοσύνη.

δυνατά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il frappa fort contre le sol avec l'outil.
Χτύπησε το έδαφος δυνατά με την αξίνα.

βαρύς

(με πολύ αλκοόλ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il ne boit que de l'alcool fort, jamais de la bière.
Πίνει μόνο βαριά ποτά και ποτέ μπύρα.

ισχυρός

adjectif (Grammaire : verbe) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"swim" en anglais est un verbe fort.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjectif (Grammaire : nom)

En allemand, les noms forts ne prennent pas de n.

έντονος

adjectif (accent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le chauffeur de taxi a un fort accent.

μεγάλος, έντονος

adjectif (ressemblance)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La ressemblance entre Sarah et son cousin est très forte.

δυνατός, βαρύς

adjectif (boisson : très alcoolisé) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un cocktail fort.

σταθερός

adjectif (Finance) (αγορά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les marchés ont connu une semaine forte.

δυνατός

adjectif (optique : verres, correction)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les verres de tes lunettes sont très forts.

φρούριο, οχυρό

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le soldat se rendit au fort afin de faire un rapport à son commandant.

σκληρά

(un peu familier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle s'entraîne dur pour rester en forme.
Γυμνάζεται εντατικά για να είναι σε φόρμα.

παχύς, χοντρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a pris du poids et il est maintenant assez gros.
Έβαλε κιλά και είναι πλέον αρκετά χοντρός (or: παχύς).

δυνατός

(son, volume,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La musique dans le bar était tellement fort qu'ils ne s'entendaient pas parler. J'ai entendu un bruit fort.
Η μουσική στο μπαρ ήταν τόσο δυνατή που δεν μπορούσαμε να ακούσουμε τι λέγαμε. Άκουσα έναν δυνατό θόρυβο.

αποφασισμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ιδιαίτερη ικανότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gérer les locataires avec délicatesse n'est pas son fort.

εύσωμος, στιβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Edward était un jeune homme fort et aidait souvent les plus vieux dans son village à soulever des choses lourdes.
Ο Έντουαρντ ήταν ένας γεροδεμένος νεαρός και συχνά βοηθούσε τους ηλικιωμένους στο χωριό του και τους σήκωνε τα βάρη.

δυνατά, φωναχτά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les gens s'abstenaient de parler fort pendant le film.
Οι θεατές στην ταινία απέφυγαν να μιλήσουν δυνατά κατά τη διάρκειά της παράστασης.

φρούριο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δυνατός

adjectif (volume sonore)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La musique est trop forte ! Baisse ! (or: C'est trop fort ! Baisse !)
Η μουσική είναι πολύ ψηλά. Χαμήλωσέ την!

δυνατός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le film portait un message fort.
Η ταινία περνούσε ένα δυνατό μήνυμα.

λίγο παχύς, κάπως παχύς

adjectif (figuré : gros)

γεροδεμένος

(à la carrure imposante)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ο γεροδεμένος μποξέρ προκαλούσε τον φόβο όταν τον συναντούσες.

δυνατά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δυνατό

adjectif (réglage)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Mets le chauffage sur "fort" pour que nous puissions nous réchauffer plus vite.
Βάλε τη θέρμανση στο high για να ζεσταθούμε πιο γρήγορα.

έντονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'haleine de l'homme sentait fort le whisky.

μεγάλος

(de grandes dimensions)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle avait une très forte poitrine.

υψηλός

(fièvre) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle avait une très forte fièvre.

ακραίος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a de fortes opinions de droite.

πλούσιος

adjectif (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La composition de ce carburant est bien trop forte.

δυνατός, ισχυρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un vent fort soufflait dehors, faisant trembler les branches des arbres.

σκληρός

adjectif (alcool) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
« J'ai besoin d'alcool fort » a dit Daphne lorsqu'elle s'est rendu compte qu'elle avait gagné à la loterie.

υπερωικός

adjectif (voyelle, consonne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les consonnes sont soit fortes, soit faibles, selon les voyelles qui sont à côté.

ψηλά

adjectif

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle eut une forte température pendant trois jours avant d'être guérie.

δυνατά, ηχηρά

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle parlait fort pour qu'on l'entende malgré la musique.
Μίλησε δυνατά (or: φωναχτά) για να ακουστεί πάνω από τη μουσική.

ακατανίκητος, ακατάσχετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μανιασμένος

adjectif (vent) (μεταφορικά: αέρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εύσωμο/παχύ άτομο

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'est quelqu'un de fort, il a du mal à s'habiller.

παχύς, παχουλός

(corps, silhouette)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sa forte (or: corpulente) silhouette débordait de la chaise pliante.
Η παχουλή της σιλουέτα ξεχείλιζε από την καρέκλα που διπλώνει.

έντονος

adjectif (odeur) (θετική έννοια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le parfum a une odeur prononcée.
Το άρωμα έχει έντονη μυρωδιά.

έντονος, δυνατός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un vin rouge fort (or: robuste) rempli de saveurs prononcées.
Αυτό είναι ένα έντονο κόκκινο κρασί με δυνατή γεύση.

έντονος

adjectif (accent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tim venant du Yorkshire et il parlait avec un fort accent (or: avec un accent prononcé).
Ο Τιμ ήταν από το Γιορκσάιρ και μιλούσε με έντονη προφορά.

άσχημος, δυνατός, έντονος

adjectif (douleur)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prenez des antalgiques si la douleur devient trop intense.
Πάρε αυτά τα παυσίπονα εάν ο πόνος γίνει πολύ δυνατός.

μεγάλος, δυνατός, έντονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'éprouve des émotions fortes lorsque je regarde un match de football.
Νιώθω μεγάλο ενθουσιασμό, κάθε φορά που παρακολουθώ ζωντανά έναν ποδοσφαιρικό αγώνα.

γεμάτος, στρουμπουλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Plusieurs personnes deviennent corpulentes avec l'âge.
Μερικοί άνθρωποι γίνονται στρουμπουλοί καθώς μεγαλώνουν.

ηχηρός, βροντερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έντονος, δυνατός

(choix)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un choix difficile que tu as à faire.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένας άγριος άνεμος φυσούσε στην πεδιάδα.

καυτερός

(assaisonnement) (με μπαχαρικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nourriture indienne est si épicée que je n'arrive pas à la manger.
Το ινδικό φαγητό καίει τόσο πολύ, που με το ζόρι το τρώω.

βαρύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'étranger avait un accent prononcé.

σημαντικός, τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Melville eut une influence considérable (or: majeure) sur ses œuvres.
Ο Μελβίλ είχε σημαντική επιρροή στα γραπτά του.

δυνατός, ισχυρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La solution était bien trop puissante (or: forte) pour être utilisée sur les humains.
Το διάλυμα ήταν υπερβολικά δυνατό (or: ισχυρό) για να χρησιμοποιηθεί σε ανθρώπους.

ευτραφής, εύσωμος

(επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il arrivait parfois que certains disent que mon père était gros, mais il préférait se considérer comme costaud.
Μερικοί μπορεί να έλεγαν ότι ο πατέρας μου ήταν χοντρός, αλλά αυτός προτιμούσε να θεωρεί τον εαυτό του παχουλό.

έντονα, εντόνως

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La mesure a été rejetée haut et fort par les électeurs.
Το μέτρο απερρίφθη εντόνως από τους ψηφοφόρους.

είμαι καλός σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι καλός σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ma frangine est bonne en maths, mais je suis meilleur en langues.

-

(armée surtout) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Το πλήθος αποτελείτο από 1000 άτομα. Εμφανίστηκαν 100 εθελοντές για τον καθαρισμό της παραλίας.

έντονος, διαπεραστικός

(odeur : négatif)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je ne mangerais jamais quelque chose dégageant une odeur aussi âcre.

ειδικότητα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Faire des gâteaux est la spécialité de Dan.

χρηματοκιβώτιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χρηματοκιβώτιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je conserve mes bijoux de valeur et des vieilles photos dans un coffre-fort.

πάλλομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mon pied palpite dès que je me lève.

σιγά, σιγανά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο Τομ και η Λούσι μιλούσαν χαμηλόφωνα για να μην ενοχλήσουν τη Τζιν, η οποία δούλευε ακόμα.

Βατερλώ

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

χαμηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aimerais bien que tu baisses ta musique !

προετοιμάσου, ετοιμάσου, κρατήσου

(figuré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Accroche-toi, j'ai une mauvaise nouvelle.
Δείξε θάρρος. Έχω άσχημα νέα.

χρηματοκιβώτιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le patron gardait son argent dans un coffre-fort.
Ο επιχειρηματίας φύλαγε τα χρήματά του σε χρηματοκιβώτιο.

ζενίθ

(du spectacle)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Le clou du spectacle fut le monologue de l'acteur principal.
Το ζενίθ της παράστασης ήταν ο μονόλογος του πρωταγωνιστή.

εξουσία, δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La véritable force de ce gouvernement, c'est lui, pas le premier ministre.
Αυτός είναι στην πραγματικότητα το μεγάλο κεφάλι στην κυβέρνηση, όχι ο πρωθυπουργός.

λαβή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παλλόμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je pouvais presque entendre mon cœur qui palpitait tellement il pompait fort.
Σχεδόν μπορούσα να ακούσω την παλλόμενη καρδιά, τόσο δυνατά χτυπούσε.

συναισθηματικά φορτισμένος

ορμητικός

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le ruisseau a un débit très élevé (or: a un fort débit).

υψηλής απόδοσης

adjectif

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Les actions à fort rendement sont généralement soumises à un risque plus élevé.

φαβορί

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Είναι το απόλυτο φαβορί για να κερδίσει τον αγώνα.

ευτυχώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Karen était en retard pour prendre son bus, mais heureusement, son bus avait lui aussi du retard.
Η Κάρεν άργησε να πάει στη στάση, αλλά ευτυχώς άργησε και το λεωφορείο.

καθαρά και δυνατά

locution adverbiale (parler)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Πιο δυνατά!

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Parle plus fort ! Personne n'entend ce que tu dis.

μεγαλύτερο πλήγμα

επιδέξιος, ικανός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu peux m'aider à rouler cette pâtisserie ? Il paraît que tu es bon en cuisine.

θύελλα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce coup de vent empire.
Η θύελλα δυναμώνει. Έχει θύελλα έξω!

αψάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce bonbon a un goût très fort. Il est acide mais délicieux !

ο νόμος του ισχυρότερου

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Darwin n'a jamais utilisé le terme "loi du plus fort" dans ses écrits.

λαμπρή επιτυχία, μεγάλη επιτυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mon frère est très fort en affaires mais il n'a aucun savoir-vivre.

που συνηθίζει να κάνει κάτι

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il est très fort pour raconter des histoires.

σκληρό ποτό

nom masculin (αργκό,μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Certains aiment la bière ou le vin, mais d'autres préfèrent l'alcool fort.

το δυνατότερο σημείο, το πιο δυνατό σημείο

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Son point fort est sa capacité à parler latin et anglais.

δυνατός άνεμος/αέρας

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δυνατός άντρας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En temps de guerre, le peuple se range souvent derrière un homme fort, en espérant qu'il saura le protéger.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fort στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του fort

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.