Τι σημαίνει το balanced στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης balanced στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του balanced στο Αγγλικά.

Η λέξη balanced στο Αγγλικά σημαίνει ισορροπημένος, ισορροπημένος, αμερόληπτος, δίκαιος, αντιπροσωπευτικός, ισορροπία, ευστάθεια, ισορροπία, αμεροληψία, αρμονία, ισορροπία, αντίβαρο, υπόλοιπο, ισορροπώ, αντισταθμίζω, ισοζυγίζω, ισορροπώ, ισορροπία, ισορροπία, ζυγαριά, πλάστιγγα, ζυγαριά, υπόλοιπο, ταλαντευτήρας, είμαι ισοσκελισμένος, ισορροπώ, εξισορροπώ, ισορροπημένη δίαιτα, ισορροπημένος, συνετός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης balanced

ισορροπημένος

adjective (equal)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The columns in the chart should be balanced: each column should contain approximately the same amount of information.
Οι στήλες στο διάγραμμα πρέπει να είναι ισορροπημένες: κάθε στήλη πρέπει να περιέχει περίπου την ίδια ποσότητα πληροφοριών.

ισορροπημένος

adjective (meal, diet: varied)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
It is important to eat balanced meals every day.
Είναι σημαντικό να τρώμε ισορροπημένα γεύματα κάθε μέρα.

αμερόληπτος, δίκαιος

adjective (figurative (view, judgement: fair, impartial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The judge is well-known for her balanced view of things.
Η δικαστής είναι γνωστή για την αμερόληπτή της θεώρηση των πραγμάτων.

αντιπροσωπευτικός

adjective (team: representative)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
With a balanced team, we will complete the project more efficiently.

ισορροπία, ευστάθεια

noun (person: ability to stay upright)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alcohol affects a person's balance.
Το αλκοόλ επηρεάζει την ισορροπία (or: ευστάθεια) του ανθρώπου.

ισορροπία, αμεροληψία

noun (fairness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
News stations try to report the news with balance.
Οι ειδησεογραφικοί σταθμοί προσπαθούν να μεταδίδουν τις ειδήσεις με αμεροληψία.

αρμονία, ισορροπία

noun (harmony)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We try to keep our team relationships in balance.
Προσπαθούμε να κρατάμε σε αρμονία (or: ισορροπία) τις σχέσεις της ομάδας μας.

αντίβαρο

noun (counterweight)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The shelf tilted, so I quickly added a book to the other end as a balance.
Το ράφι έγειρα οπότε έβαλα βιαστικά ένα βιβλίο στο άλλο άκρο ως αντίβαρο.

υπόλοιπο

noun (debt, amount outstanding)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The balance on my credit cards is too high. I've paid a deposit and I need to pay the balance at the end of the month.
Έχω δώσει την προκαταβολή και πρέπει να πληρώσω τη διαφορά στο τέλος του μήνα.

ισορροπώ

transitive verb (place precariously) (κάτι, κάτι σε/πάνω σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hiker balanced his water bottle on a rock.
Ο πεζοπόρος ισορρόπησε το μπουκάλι με το νερό πάνω σε μια πέτρα.

αντισταθμίζω

(offset) (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mindy balanced her long hours at work with a visit to the spa.
Η Μίντυ αντιστάθμισε το πολύωρο ωράριο εργασίας της με μια επίσκεψη στο σπα.

ισοζυγίζω

transitive verb (debits, credits: equalize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The firm's accountant always balances the books.
Ο λογιστής της εταιρείας ισοζυγίζει πάντοτε τα βιβλία.

ισορροπώ

intransitive verb (person: equilibrium)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
People with inner ear problems cannot balance well.
Άτομα με προβλήματα του έσω ωτός δεν μπορούν να κρατήσουν ισορροπία.

ισορροπία

noun (mental stability)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her problem is a lack of emotional balance.

ισορροπία

noun (music: right to left)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tim adjusted the balance on his car stereo.

ζυγαριά, πλάστιγγα

noun (scales)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The jeweller weighed the diamonds on a balance.

ζυγαριά

noun (US (majority opinion) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Toward the end of voting season, the balance favoured the senator from Ohio; as predicted, she won the election.

υπόλοιπο

noun (remainder)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jane paid most of the bill, so Jim paid the balance.

ταλαντευτήρας

noun (timepiece: balance wheel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

είμαι ισοσκελισμένος

intransitive verb (have equal debits and credits)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I start to worry when my chequebook doesn't balance.

ισορροπώ, εξισορροπώ

transitive verb (create harmony in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sheila is trying to balance the energy in her house using Feng Shui.

ισορροπημένη δίαιτα

noun (eating nutritionally varied food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fresh fruits and vegetables are essential to a balanced diet.

ισορροπημένος

adjective (in good proportion)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
In order to stay healthy it is important to eat a well-balanced diet.

συνετός

adjective (figurative ([sb]: stable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του balanced στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του balanced

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.