Τι σημαίνει το attorney στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης attorney στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attorney στο Αγγλικά.

Η λέξη attorney στο Αγγλικά σημαίνει δικηγόρος, δικηγόρος, δικηγόρος, γενικός εισαγγελέας, δικηγόρος, γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέας, γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέας, πληρεξούσιος δικηγόρος, δικηγόρος εξειδικευμένος στα χρηματοοικονομικά, περιφερειακός εισαγγελέας, περιφερειακή εισαγγελέας, συνήγορος υπεράσπισης, εισαγγελέας, μόνιμο πληρεξούσιο, δικηγόρος που ειδικεύεται σε ευρεσιτεχνίες και εμπορικά σήματα, δικηγόρος που ειδικεύεται σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας, πληρεξουσιότητα, ενάγων, μηνυτής, κατήγορος, εισαγγελέας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης attorney

δικηγόρος

noun (US (lawyer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Attorneys usually specialize in one specific area of law.
Οι δικηγόροι συνήθως έχουν ειδίκευση σε έναν συγκεκριμένο τομέα νομικής.

δικηγόρος

noun (legal representative)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The attorney for the taxi company will appear at the hearing next week.
Ο δικηγόρος της εταιρείας ταξί θα εμφανιστεί στην ακρόαση την επόμενη εβδομάδα.

δικηγόρος

noun (written, abbreviation (attorney)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

γενικός εισαγγελέας

noun (US, initialism (law: Attorney General)

δικηγόρος

noun (US (defence or prosecution lawyer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Most lawyers use the more formal title "Attorney at law" on their business cards.

γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέας

noun (US (head of US legal system)

Eric H. Holder, Jr. was sworn in as Attorney General of the United States on February 3, 2009.

γενικός εισαγγελέας, γενική εισαγγελέας

noun (US (head of state legal system)

Republican Pam Bondi has been re-elected as Florida's Attorney General.

πληρεξούσιος δικηγόρος

noun (US (lawyer acting on behalf of [sb])

δικηγόρος εξειδικευμένος στα χρηματοοικονομικά

noun (US (finance lawyer)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Large and complex loans usually require the services of a banking attorney.

περιφερειακός εισαγγελέας, περιφερειακή εισαγγελέας

noun (US, initialism (district attorney)

The DA is closely following the case.

συνήγορος υπεράσπισης

noun (US (barrister, defence lawyer)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Anderson's defense attorney still believes in a not guilty verdict because there was plenty of reasonable doubt.

εισαγγελέας

noun (US (DA: chief lawyer of a state or area)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The District Attorney prosecutes crimes occurring within the boundaries of Humboldt County.

μόνιμο πληρεξούσιο

noun (legal right: act for [sb])

δικηγόρος που ειδικεύεται σε ευρεσιτεχνίες και εμπορικά σήματα

noun (US (copyright lawyer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δικηγόρος που ειδικεύεται σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας

noun (US (copyright lawyer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πληρεξουσιότητα

noun (legal right to act for [sb])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jones had given his wife power of attorney.
Ο Τζόουνς έδωσε πληρεξουσιότητα στη γυναίκα του.

ενάγων, μηνυτής, κατήγορος

noun (US (prosecutor, lawyer for the prosecution)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The prosecuting attorney later admitted that he had withheld important evidence.

εισαγγελέας

noun (US (law)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attorney στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του attorney

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.