Τι σημαίνει το reserva στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης reserva στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του reserva στο ισπανικά.

Η λέξη reserva στο ισπανικά σημαίνει κράτηση, αποκλειστικός τομέας, αποκλειστικός τομέας, εφεδρεία, απόθεμα, αναπληρωματικός, επιφύλαξη, κράτηση, εφεδρικός στρατός, κράτηση, προϋπόθεση, περιθώριο, μαξιλάρι ασφαλείας, μαξιλαράκι ασφαλείας, κοινό ταμείο, διστακτικότητα, αμηχανία, μυστικότητα, επιφυλακτικότητα, διστακτικότητα, συστολή, εφόδιο, για ρέστα, χαμηλής κατηγορίας, αναπληρωματικός, δεξαμενή, πηγή, αυτοπειθαρχία, αυτοσυγκράτηση, επιφυλακτικότητα, απόθεμα, κρυμμένο απόθεμα, κάνω κράτηση, κρατάω, κρατώ, αφήνω, κρατάω, κρατώ, βάζω στην άκρη, αποταμιεύω, φυλάω, κρατάω, κλείνω ραντεβού, υπολογίζω, κλείνω, κρατάω, κρατώ, οριοθετώ με πασσάλους, φυλάω, κρατάω, φυλάω, βάζω στην άκρη, διώχνω, περιορίζω, κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώ, κρατάω, φυλάω, επιφυλάσσω, προπληρώνω, αποθηκεύω, φυλάω, στο κατάστημα, της Εθνοφυλακής, συγκρατημένα, συνεσταλμένα, αβέβαια, αμφίβολα, με απόλυτη εχεμύθεια, επανεκμίσθωση, επαναμίσθωση, δασοπροστασία, καταφύγιο θηραμάτων, καταφύγιο άγριας ζωής, εφεδρικές μονάδες ναυτικού, προστατευόμενη δασική περιοχή, παλαιωμένο κρασί, κρασί εκλεκτής σοδειάς, πόροι για την χρηματοδότηση πολεμικών επιχειρήσεων, καταφύγιο άγριων ζώων, επιβάρυνση, κάλυψη εξυπηρέτησης χρέους, προμήθειες τροφίμων, κράτηση δωματίου, κράτηση σε ξενοδοχείο, καταφύγιο άγριας ζωής, χρηματικό πλεόνασμα προϋπολογισμού, κράτηση θέσης, ανενεργή εταιρεία, ανενεργή επιχείρηση, εθνικό πάρκο, πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώων, Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων, φόρμα κράτησης, εφεδρική μονάδα, κάνω κράτηση, καταφύγιο πουλιών, στον πάγο, σώμα εφέδρων, πάρκο άγριων ζώων, Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων, εκ των προτέρων κράτηση, κράτηση εκ των προτέρων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης reserva

κράτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Olivia hizo una reserva para toda la familia en su restaurante favorito para esa noche.
Η Ολίβια έκανε κράτηση για να δειπνήσουν οικογενειακά στο αγαπημένο τους εστιατόριο απόψε.

αποκλειστικός τομέας

nombre femenino (geografía)

Esta es una reserva de los nativos americanos.

αποκλειστικός τομέας

nombre femenino (geografía)

Los nativos americanos viven en una reserva.

εφεδρεία

nombre femenino (militar) (στρατός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Janet no está en la zona de combate en este momento, está en la reserva.

απόθεμα

nombre femenino (de algo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Patrick tuvo que empezar su reserva de emergencia de chocolate.

αναπληρωματικός

nombre femenino

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Había quince jugadores en el campo y dos reservas.

επιφύλαξη

(συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jack tenía reservas sobre el plan de Peter, no estaba seguro de que pudiera llevarlo a cabo.
Ο Τζακ είχε ορισμένους ενδοιασμούς για το σχέδιο του Πίτερ. Δεν ήταν σίγουρος ότι ο Πίτερ το είχε σκεφτεί καλά.

κράτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tenemos una reserva a nombre de Burton.
Έχουμε μια κράτηση στο όνομα Μπέρτον.

εφεδρικός στρατός

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Las tropas se envían en este orden: el Ejército, la reserva y la guardia nacional.

κράτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La reserva se hizo por teléfono.
Η κράτηση έγινε τηλεφωνικώς.

προϋπόθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estoy de acuerdo contigo pero con una reserva.
Θα συμφωνήσω μαζί σου, αλλά με μία προϋπόθεση.

περιθώριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Paul compró algunas acciones en reserva.

μαξιλάρι ασφαλείας, μαξιλαράκι ασφαλείας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Anthony siempre guarda al menos mil dólares en su cuenta bancaria como reserva.

κοινό ταμείο

nombre femenino (για χρήματα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con las habilidades de reserva de nuestro equipo, el plan será todo un éxito.

διστακτικότητα, αμηχανία

nombre femenino (συγκρατημένη στάση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μυστικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La discreción es de vital importancia si queremos tener éxito.
Η εχεμύθεια είναι υψίστης σημασίας για την επιτυχία μας.

επιφυλακτικότητα, διστακτικότητα, συστολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εφόδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tenemos un suministro de atún de tres meses para comer.
Έχουμε εφόδια τόνου για τρεις μήνες.

για ρέστα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No te lleves todo el dinero de la caja al banco. ¡Necesitamos que quede algo de fondo para mañana o no podremos dar cambio!
Μη βάλεις όλα τα λεφτά του ταμείου στην τράπεζα. Πρέπει να κρατήσουμε κάποια για ρέστα, αλλιώς αύριο δεν θα μπορούμε να δώσουμε σε κανένα!

χαμηλής κατηγορίας

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Su victoriosa escuadra era un equipo semillero para el líder de las grandes ligas.

αναπληρωματικός

(deportes)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Ned no es titular. Es uno de los suplentes.

δεξαμενή, πηγή

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La universidad es una mina de conocimiento.

αυτοπειθαρχία, αυτοσυγκράτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En vez de gritar, Molly mantuvo el control y le dijo tranquilamente al niño lo que había hecho mal.

επιφυλακτικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόθεμα

(alimento)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Estás guardando una provisión de efectivo para nuestro viaje?
Κάνεις κομπόδεμα για το ταξίδι μας;

κρυμμένο απόθεμα

La policía descubrió un reserva oculta de armas en la casa.
Η αστυνομία ανακάλυψε ένα οπλοστάσιο μέσα στο σπίτι.

κάνω κράτηση

(σε/για κτ ή με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Malcolm reservó una habitación con vista al mar.
Ο Μάλκολμ έχει κλείσει (or: κρατήσει) ένα δωμάτιο με θέα στη θάλασσα για τη διαμονή του.

κρατάω, κρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tina reservó un asiento para su amiga.
Η Τίνα κράτησε θέση για τον φίλο της.

αφήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill dividió su trabajo en tareas que tenía que hacer inmediatamente y otras que podía reservar para después.
Ο Μπιλ χώρισε τη δουλειά του σε πράγματα που έπρεπε να κάνει αμέσως και σε πράγματα που μπορούσε να αφήσει για αργότερα.

κρατάω, κρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim reservó dos porciones de torta para él y para María antes de servirle al resto de los invitados.

βάζω στην άκρη, αποταμιεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Id comiendo los entrantes, el plato fuerte lo reservo para el final.

φυλάω, κρατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La familia reservaba una habitación para los invitados.
Η οικογένεια κράτησε το ένα υπνοδωμάτιο για να το χρησιμοποιεί για τους επισκέπτες.

κλείνω ραντεβού

(σε κάποιον, για κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Te he reservado la hora del medio día para cortar y secar.

υπολογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deberías reservarte dos horas para viajar hasta el aeropuerto.
Θα πρέπει να αφήσεις δύο ώρες για να πας στο αεροδρόμιο.

κλείνω, κρατάω, κρατώ

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Reservaremos asientos en el primer vuelo.
Θα κάνουμε κράτηση στην πρωινή πτήση.

οριοθετώ με πασσάλους

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φυλάω, κρατάω

(κάτι για κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Guárdeme este vestido hasta el sábado que es cuando cobraré.

φυλάω, βάζω στην άκρη

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διώχνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy se preguntaba qué haría si aprobase el examen. Pero, luego, reprimió ese pensamiento. ¡Tenía que aprobar y lo iba a hacer!

περιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El granjero construyó una reserva para recoger el agua cerca de sus campos.

κρατάω, κρατώ, φυλάω, φυλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es buena idea ahorrar algo de dinero para necesidades inesperadas.

κρατάω, φυλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La corredora guardó su energía para el final de la carrera.

επιφυλάσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nadie sabe qué tiene guardado el mañana.

προπληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La biblioteca compra los libros por adelantado para tenerlos listos el día de la publicación.

αποθηκεύω, φυλάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estoy intentando ahorrar algo de dinero para las vacaciones de verano.

στο κατάστημα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

της Εθνοφυλακής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκρατημένα, συνεσταλμένα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αβέβαια, αμφίβολα

(decir, asegurar...)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tim dijo sin convicción: «no estoy seguro de que sea posible».

με απόλυτη εχεμύθεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mantendré tu secreto en estricta confidencialidad, no se lo contaré a nadie.

επανεκμίσθωση, επαναμίσθωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δασοπροστασία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La reserva forestal es un asunto candente en Brasil.

καταφύγιο θηραμάτων, καταφύγιο άγριας ζωής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εφεδρικές μονάδες ναυτικού

nombre femenino plural

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
El oficial está al cargo del mantenimiento del cuerpo principal de las fuerzas navales en reserva.

προστατευόμενη δασική περιοχή

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παλαιωμένο κρασί, κρασί εκλεκτής σοδειάς

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πόροι για την χρηματοδότηση πολεμικών επιχειρήσεων

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καταφύγιο άγριων ζώων

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aún quedan algunos osos en la reserva natural de las Hurdes.

επιβάρυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se pueden comprar por Internet, pero te cobran una comisión por reserva del 2%.

κάλυψη εξυπηρέτησης χρέους

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El contador debe mantener la reserva para el pago de la deuda.

προμήθειες τροφίμων

locución nominal femenina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La reserva de alimentos empezó a escasear.

κράτηση δωματίου

nombre femenino (ξενοδοχείο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κράτηση σε ξενοδοχείο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταφύγιο άγριας ζωής

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Declararon el área como reserva natural para protección de algunas especies.

χρηματικό πλεόνασμα προϋπολογισμού

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κράτηση θέσης

(συνήθως σε συγκοινωνίες)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανενεργή εταιρεία, ανενεργή επιχείρηση

εθνικό πάρκο

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώων

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων

locución nominal femenina (στις ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φόρμα κράτησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εφεδρική μονάδα

locución nominal femenina plural

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάνω κράτηση

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Han hecho una reserva para cuatro.

καταφύγιο πουλιών

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στον πάγο

(guardar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siempre es bueno guardar un plan en la manga por si acaso.

σώμα εφέδρων

locución nominal masculina plural

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάρκο άγριων ζώων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκ των προτέρων κράτηση, κράτηση εκ των προτέρων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του reserva στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.