Τι σημαίνει το sustentar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sustentar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sustentar στο πορτογαλικά.

Η λέξη sustentar στο πορτογαλικά σημαίνει στηρίζω, υποστηρίζω, υποβαστάζω, στηρίζω, διατηρώ, φροντίζω, συγκρατώ, βρίσκομαι κάτω από κτ, συντηρώ, συντηρώ, στηρίζω, υποστηρίζω, σπουδάζω, υποστηρίζω, επιβεβαιώνω, διατηρώ, διαιωνίζω, κρατάω κτ σταθερό, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, σηκώνω, συντηρώ, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζω, διατηρώ, συντηρώ, επιβεβαιώνω, επαληθεύω, στηρίζω, υποβαστάζω, υποστηρίζω, στηρίζω, επικυρώνω, υπομένω, υποστηρίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, τα βγάζω πέρα μόνος μου, δεν αντέχω, δεν στέκω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sustentar

στηρίζω, υποστηρίζω, υποβαστάζω

verbo transitivo (peso: suportar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O poste sustenta o telhado do prédio.
Η κολόνα στηρίζει την οροφή του κτιρίου.

στηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Muitos funcionários de escritórios usam almofadas para sustentarem suas costas quando estão sentados nas cadeiras.
Πολλοί υπάλληλοι γραφείου χρησιμοποιούν μαξιλάρια για να στηρίζουν την πλάτη τους όταν κάθονται στα γραφεία τους.

διατηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A corredora teve uma boa saída, mas será que ela consegue sustentar o passo?
Η δρομέας έκανε καλό ξεκίνημα, αλλά μπορεί να κρατήσει αυτό τον ρυθμό;

φροντίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele tinha uma família para sustentar e não podia desperdiçar dinheiro.
Είχε μια οικογένεια να φροντίσει και δεν μπορούσε να σπαταλάει χρήματα.

συγκρατώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As correntes de ar sustentavam o peso do pássaro no ar.
Τα ρεύματα αέρα συγκρατούσαν το βάρος του πουλιού στον αέρα.

βρίσκομαι κάτω από κτ

verbo transitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Uma camada de rochas sedimentares sustenta o solo.

συντηρώ

verbo transitivo (prover para a família)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O pai sustenta a família com seus ganhos.
Ο πατέρας συντηρεί την οικογένεια με τη δουλειά του.

συντηρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A horta fornecia comida suficiente para sustentar toda a família.
Ο λαχανόκηπος παρείχε αρκετό φαγητό για να συντηρήσει ολόκληρη την οικογένεια.

στηρίζω, υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Uma abundante evidência científica sustenta o argumento a favor da ameaça do aquecimento global.
Τα άφθονα επιστημονικά τεκμήρια στηρίζουν το επιχείρημα σχετικά με την απειλή της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

σπουδάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι γονείς μου δουλεύουν και οι δύο πλήρες ωράριο για να με σπουδάσουν.

υποστηρίζω

(κτ ή ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O político de direita sustentou que a imigração era a causa de todos os problemas.

επιβεβαιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O juiz sustentou a decisão da instância inferior.

διατηρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O governo de direita estava determinado a sustentar a ordem estabelecida, apesar dos clamores por mudança.
Η δεξιά κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να διατηρήσει την υπάρχουσα τάξη παρά τις εκκλήσεις για αλλαγή.

διαιωνίζω

(fig, ajudar a perpetuar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρατάω κτ σταθερό

(manter algo estável)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ισχυρίζομαι, υποστηρίζω

verbo transitivo (defender ideia) (κάτι ή ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele sustentou que o atirador estava vestindo um suéter preto.
Ισχυρίστηκε (or: Υποστήριξε) ότι ο σκοπευτής φορούσε ένα μαύρο πουλόβερ.

σηκώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As vigas de aço conseguem sustentar (or: suportar) muito peso.
Οι χαλύβδινες δοκοί μπορούν να βαστάξουν μεγάλο φορτίο.

συντηρώ

verbo transitivo (fornecer recurso) (οικονομικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele sustentava uma grande família com o salário dele.
Συντηρούσε μια μεγάλη οικογένεια με τον μισθό του.

ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζω

verbo transitivo (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O cientista sustentou que o aquecimento global é principalmente por causa de atividades humanas.
Ο επιστήμονας υποστήριζε πως η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι κυρίως εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας.

διατηρώ, συντηρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não há água suficiente para sustentar a vida na lua.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Στο μέλλον, ο πλανήτης μας δεν θα έχει αρκετούς πόρους για να θρέψει τον ολοένα και αυξανόμενο πληθυσμό.

επιβεβαιώνω, επαληθεύω

verbo transitivo (jurídico: corroborar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O testemunho dela sustentou a afirmação dele.

στηρίζω, υποβαστάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποστηρίζω, στηρίζω

verbo transitivo (fisicamente) (κτίσμα, κτίριο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sua casa terá que ser escorada para evitar que desmorone.
Στο σπίτι σου θα πρέπει να ενισχυθούν τα θεμέλια για να αποτραπεί η κατάρρευσή του.

επικυρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O juiz sustentou a decisão da corte inferior.
Ο δικαστής επικύρωσε την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου.

υπομένω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποστηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A coluna está sustentando o teto.
Η κολόνα στηρίζει τη στέγη.

υποστηρίζω, στηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você deveria apoiar os seus argumentos com fatos.
Πρέπει να μπορείς να στηρίξεις (or: υποστηρίξεις) τα επιχειρήματά σου με στοιχεία.

συντηρώ

verbo transitivo (οικονομικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele trabalha durante longas horas para sustentá-la e sustentar os cinco filhos dela.
Εργάζεται πολλές ώρες για να συντηρεί τον εαυτό της και τα πέντε παιδιά της.

τα βγάζω πέρα μόνος μου

(prover para si)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν αντέχω, δεν στέκω

expressão verbal (figurado: mentira, argumento) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As mentiras dele não vão se sustentar no tribunal.
Τα ψέματά του δε θα σταθούν στο δικαστήριο.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sustentar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.