Τι σημαίνει το responsable στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης responsable στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του responsable στο ισπανικά.

Η λέξη responsable στο ισπανικά σημαίνει υπεύθυνος, υπεύθυνος, υπεύθυνος, που ευθύνεται, ένοχος, υπεύθυνος, υπεύθυνος, υπεύθυνος, ο έχων το γενικό πρόσταγμα, θεράπων, ιθύνων, υπεύθυνος, χειριστής, διαχειριστής, υπεύθυνος, ευσυνείδητος, φιλότιμος, υπεύθυνος, αξιόπιστος, ανώτερο στέλεχος, δράστης, δράστρια, υπεύθυνος, υπεύθυνος για κτ, υπεύθυνος για κτ/κπ, υπεύθυνος για κτ, που φταίει, δίνω λόγο, η τελική ευθύνη είναι του/της, όργανο επιβολής, φορέας επιβολής, υπέυθυνο άτομο, επιμελητής, επιμελήτρια, διαχείριση καινοτομίας, υπεύθυνος στέγασης, υπεύθυνη στέγασης, κύριος αγοραστής, βασικός αγοραστής, πρέπει να λογοδοτήσω για κτ, καθιστώ κπ υπεύθυνο για κτ, θεωρώ κπ υπεύθυνο, νιώθω ενοχές, θεωρώ υπεύθυνο, θεωρώ υπεύθυνο, που δε δίνει λόγο σε κανέναν, που δεν ελέγχεται από κανέναν, υπόλογος, υπεύθυνος, λογοδοτώ σε κπ, παίρνω τον έλεγχο, υπεύθυνος, θεωρώ υπεύθυνο, θεωρώ υπεύθυνο, θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ, υπεύθυνος για κτ, υπεύθυνος για κτ, ευθύνομαι για, υποκείμενος σε κτ, θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ, επικεφαλής, συμβάλλω, συντελώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης responsable

υπεύθυνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sí. John es el responsable. Confío en él.
Ναι, ο Γιάννης είναι ένα υπεύθυνο άτομο. Τον εμπιστεύομαι.

υπεύθυνος

nombre masculino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ella es una chica muy responsable para su edad.

υπεύθυνος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No puedo creer lo terrible que es este servicio, quiero hablar con quien sea responsable aquí.

που ευθύνεται

(για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los oficiales que investigaron el incendio dijeron que un cableado defectuoso fue responsable.
Οι υπεύθυνοι που εξέτασαν τα αίτια της πυρκαγιάς αποφάνθηκαν ότι ευθύνεται η καλωδίωση που είχε υποστεί βλάβη.

ένοχος, υπεύθυνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Después de una serie de robos, la policía aseguró a la comunidad que capturaría a los responsables.

υπεύθυνος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No me molesta instalar la actualización en tu computadora, pero si algo sale mal, no seré responsable.
Με χαρά να εγκαταστήσω την ανανέωση στον υπολογιστή σας, αλλά αν κάτι πάει στραβά, δε θα φέρω ευθύνη.

υπεύθυνος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cuando un proyecto sale mal, es importante saber quién es el responsable.
Όταν ένα έργο αποτυγχάνει, είναι σημαντικό να ξέρουμε ποιος φέρει την ευθύνη.

ο έχων το γενικό πρόσταγμα

adjetivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El rol de editor responsable trajo todo un nuevo conjunto de presiones.

θεράπων

adjetivo de una sola terminación (médico)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ιθύνων, υπεύθυνος

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El responsable por las decisiones que se tomaban en la fábrica era el jefe de planta.

χειριστής, διαχειριστής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El responsable de nuestras reservas realmente metió la pata.

υπεύθυνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευσυνείδητος, φιλότιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Adam es un hijo diligente que haría cualquier cosa por sus padres.

υπεύθυνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estoy tratando de averiguar quién está encargado de este lugar.
Προσπαθώ να βρω ποιος είναι ο υπεύθυνος εδώ πέρα.

αξιόπιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es fiable y acude al trabajo todos los días.

ανώτερο στέλεχος

(persona)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El directivo recibió un gran bonus por sus resultados.

δράστης, δράστρια

(de un crimen)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
El perpetrador de tal acción debe ser castigado.
Η αυτουργός μιας τέτοιας πράξης πρέπει να τιμωρηθεί.

υπεύθυνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ambos son responsables del futuro éxito del proyecto.
Είναι από κοινού υπεύθυνοι για τη μελλοντική επιτυχία του έργου.

υπεύθυνος για κτ

Era el responsable de enviar las invitaciones.

υπεύθυνος για κτ/κπ

(estar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estoy a cargo de mi hermana mientras mis padres no están.
Είμαι υπεύθυνος για την αδερφή μου όταν λείπουν οι γονείς μου.

υπεύθυνος για κτ

Los fuertes vientos fueron causantes de que los barcos volcaran.

που φταίει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Soy culpable de haber roto el jarrón.
Εγώ ευθύνομαι για το σπάσιμο του βάζου.

δίνω λόγο

(σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Piensa que es responsable ante Dios y no ante ninguna autoridad humana.

η τελική ευθύνη είναι του/της

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όργανο επιβολής, φορέας επιβολής

(reglas, normas)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Incluso con un encargado de hacerla cumplir, esta ley no va a suponer ninguna diferencia.

υπέυθυνο άτομο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La compañía buscaba a una persona responsable para que vigilara las oficinas por las noches.

επιμελητής, επιμελήτρια

locución nominal masculina (γιατρός σε νοσοκομείο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
El medico responsable es el que está cargo de los practicantes y los residentes.

διαχείριση καινοτομίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπεύθυνος στέγασης, υπεύθυνη στέγασης

κύριος αγοραστής, βασικός αγοραστής

locución nominal masculina (λιανικό εμπόριο)

πρέπει να λογοδοτήσω για κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Para las próximas elecciones el gobernador tendrá que hacerse responsable de sus errores económicos.

καθιστώ κπ υπεύθυνο για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θεωρώ κπ υπεύθυνο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me hicieron responsable de esta tarea y haré todo lo posible para cumplirla.

νιώθω ενοχές

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me siento culpable cuando pienso en todas las cosas que mis padres sacrificaron por mí.

θεωρώ υπεύθυνο

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

θεωρώ υπεύθυνο

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

που δε δίνει λόγο σε κανέναν, που δεν ελέγχεται από κανέναν

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπόλογος, υπεύθυνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λογοδοτώ σε κπ

παίρνω τον έλεγχο

verbo pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπεύθυνος

locución verbal (για κτ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kyle es responsable de sus actos mientras está borracho.
Ο Κάιλ είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του ενώ ήταν μεθυσμένος.

θεωρώ υπεύθυνο

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
No le puedo hacer responsable por lo sucedido.

θεωρώ υπεύθυνο

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υπεύθυνος για κτ

υπεύθυνος για κτ

Como secretaria, Jess está a cargo de tomar las minutas de la reunión.

ευθύνομαι για

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποκείμενος σε κτ

Todos los residentes del Estado son responsables por sus leyes.

θεωρώ κπ υπεύθυνο για κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επικεφαλής

(με γενική)

El editor está a cargo de una gran cantidad de periodistas.
Ο συντάκτης ηγείται μιας μεγάλης ομάδας δημοσιογράφων.

συμβάλλω, συντελώ

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El reporte del periódico dice que las drogas fueron responsables del accidente.
Το ρεπορτάζ της εφημερίδας λέει πως τα ναρκωτικά συνέβαλαν στο ατύχημα.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του responsable στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.