Τι σημαίνει το respirar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης respirar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του respirar στο ισπανικά.

Η λέξη respirar στο ισπανικά σημαίνει αναπνέω, αναπνέω, εισπνέω, αναπνέω, παίρνω μια βαθιά ανάσα, αναπνέω, αναπνέω, εκπνέω, αναπνέω, ανασαίνω, εισπνέω, παίρνω ανάσα, παίρνω μια ανάσα, αγκομαχώ, ξεφυσάω, κοντανασαίνω, λαχανιάζω, σκοτίζω, ζαλίζω, που θυμίζει ρουθούνισμα, σαν ρουθούνισμα, βαθιά εισπνοή, βγαίνω στην επιφάνεια για να πάρω ανάσα, παίρνω μια αναπνοή, παίρνω μια ανάσα, αναπνέω με δυσκολία, ανακουφίζομαι, νιώθω ανακουφισμένος, αναπνέω πιο εύκολα, παίρνω βαθιά ανάσα, αναπνέω με δυσκολία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης respirar

αναπνέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El gato dormía profundamente, respirando suavemente y moviendo sus bigotes cada tanto.
Το γατάκι κοιμήθηκε βαθιά, ανασαίνοντας αθόρυβα και τινάζοντας κάθε τόσο τα μουστάκια του.

αναπνέω

verbo intransitivo (tela) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A Rachel no le gustaba la blusa porque su material no respiraba bien.
Στη Ρέιτσελ δεν άρεσε η μπλούζα επειδή το υλικό της δεν ανέπνεε.

εισπνέω, αναπνέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A David le gusta hacer caminatas para respirar el aire de montaña.

παίρνω μια βαθιά ανάσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peleando contra su pánico escénico, el actor cerró los ojos y respiró antes de su escena.

αναπνέω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναπνέω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Descorcha el vino y déjalo respirar por una hora antes de servir.

εκπνέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Según la leyenda, hay un dragón en la montaña que escupe fuego.

αναπνέω, ανασαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εισπνέω

(παίρνω αναπνοή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No respires, puede haber gases tóxicos en el aire.

παίρνω ανάσα, παίρνω μια ανάσα

verbo intransitivo (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No es posible que no te tomes un descanso para respirar un poco.

αγκομαχώ, ξεφυσάω, κοντανασαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El viejo resollaba mientras subía las escaleras con dificultad.

λαχανιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cheryl jadeaba después de correr en la mañana.
Η Σέρυλ λαχάνιασε μετά το πρωινό τρέξιμο.

σκοτίζω, ζαλίζω

locución verbal (CO, coloquial) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tengo al jefe respirándome en la nuca para que termine estos informes. Mi madre siempre está respirándome en la nuca con los deberes.
Το αφεντικό μου με ζαλίζει για τις καθυστερημένες αναφορές.

που θυμίζει ρουθούνισμα, σαν ρουθούνισμα

(por la nariz)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El bebé respiraba ruidosamente por la nariz.

βαθιά εισπνοή

locución verbal

Me gusta respirar profundamente para calmarme.

βγαίνω στην επιφάνεια για να πάρω ανάσα

expresión

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sólo puede pasar un minuto buceando, luego tiene que salir a respirar.

παίρνω μια αναπνοή, παίρνω μια ανάσα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναπνέω με δυσκολία

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανακουφίζομαι

locución verbal (figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ahora que capturaron al prisionero prófugo todos podemos respirar tranquilos.
Όλοι μας ανακουφιστήκαμε τώρα που συνελήφθη ο δραπέτης.

νιώθω ανακουφισμένος

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

Ahora que sé que estará en la cárcel por una larga temporada, ya puedo respirar tranquila.

αναπνέω πιο εύκολα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El medicamento relaja los músculos del pecho para que el paciente pueda respirar con normalidad.

παίρνω βαθιά ανάσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Evita respirar a grandes bocanadas cuando comes y asegúrate de masticar cada bocado.

αναπνέω με δυσκολία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rob respiraba con dificultad después de la carrera.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του respirar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.