Τι σημαίνει το responder στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης responder στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του responder στο ισπανικά.

Η λέξη responder στο ισπανικά σημαίνει απαντάω, απαντάω, απαντάω, απαντάω σε κτ, απαντώ σε κτ, απαντάω σε κπ/κτ, απαντώ σε κπ/κτ, αντιμιλώ, απαντώ, αποκρίνομαι, αποκρίνομαι, απαντάω, απαντώ, αντιδρώ, απαντάω, απαντώ, απαντώ, έχω να χειριστώ, έχω να αντιμετωπίσω, που ανταποκρίνεται στη θεραπεία, περνάω, γράφω, απαντώ, ανταπαντώ, ικανοποιώ, καλύπτω, προσέχω, παρίσταμαι στο δικαστήριο, πρέπει να λογοδοτήσω για κτ, σηκώνω το τηλέφωνο, σηκώνω το τηλέφωνο, στηρίζω, λογοδοτώ σε κπ, απολογούμαι σε κπ, λογοδοτώ για κτ, απαντώ, αποκρίνομαι, γράφω σε κπ, έχω να δώσω λόγο σε κπ, απαντάω, απαντώ, αντιμιλώ, απαντάω σε κπ, αντιδρώ, απαντάω σε κτ, ακούω σε κτ, ανταποκρίνομαι, καλύπτω, υπακούω σε κτ, που ανταποκρίνεται σε κτ, αιτιολογώ, δικαιολογώ, αναποκρίνομαι σε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης responder

απαντάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él gritó su nombre y ella respondió.

απαντάω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le he escrito y espero que me responda en breve.
Του έγραψα κι ελπίζω ότι θα απαντήσει σύντομα.

απαντάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El profesor intentó contestar todas las preguntas de sus alumnos.
Ο δάσκαλος προσπάθησε να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις των μαθητών.

απαντάω σε κτ, απαντώ σε κτ

Espero que Robert conteste mi carta.
Ελπίζω ο Ρόμπερτ να απαντήσει στο γράμμα μου.

απαντάω σε κπ/κτ, απαντώ σε κπ/κτ

(alguien)

Kate le respondió a Ben asintiendo con la cabeza.
Η Κέιτ απάντησε στον Μπεν με ένα γνέψιμο.

αντιμιλώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Saca las manos de los bolsillos y no respondas, jovencito!

απαντώ, αποκρίνομαι

(γραπτώς)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La carta de Juan llegó hace seis semanas, debería responderle.

αποκρίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απαντάω, απαντώ

(σε κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él no me respondió.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν απάντησε.

αντιδρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El paciente respondió bien al tratamiento y ahora está mejorando.
Ο ασθενής ανταποκρίθηκε καλά στη θεραπεία και τώρα καλυτερεύει.

απαντάω, απαντώ

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Sí", respondió.
«Ναι», απάντησε.

απαντώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le dejé un mensaje pero aún no me ha contestado nada.
Του άφησα ένα μήνυμα αλλά δε μου απάντησε.

έχω να χειριστώ, έχω να αντιμετωπίσω

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El candidato respondió a unas cuantas preguntas de los periodistas.

που ανταποκρίνεται στη θεραπεία

(a un tratamiento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vamos a probar un nuevo medicamento y a ver si el paciente es receptivo.
Θα δοκιμάσουμε ένα νέο φάρμακο για να δούμε εάν ο καρκίνος θα ανταποκριθεί στη θεραπεία.

περνάω

(requerimiento, norma, requisito) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γράφω

verbo transitivo (por escrito) (έμφαση στο είδος της επικοινωνίας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por favor, conteste (or: responda) pronto. Por favor, contésteme (or: respóndame) lo antes posible.

απαντώ, ανταπαντώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de ser acusado, el político replicó que el problema no había sido culpa suya.

ικανοποιώ, καλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nuestro servicio satisface la necesidad de atención a domicilio.

προσέχω

(βλέπω ότι είναι εκεί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él ni siquiera me saludó.

παρίσταμαι στο δικαστήριο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi abuelo juez solía aterrorizar a los abogados jóvenes que se presentaban a juicio ante él.

πρέπει να λογοδοτήσω για κτ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Para las próximas elecciones el gobernador tendrá que responder por sus errores económicos.

σηκώνω το τηλέφωνο

(AR, UY) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σηκώνω το τηλέφωνο

(AR, UY) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esperaba que él atendiera el teléfono, ya que se encontraba a una corta distancia.

στηρίζω

(por personas) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry respondió por Dan prestándole algo de dinero cuando tenía deudas.

λογοδοτώ σε κπ, απολογούμαι σε κπ

Tendrás que responder ante el profesor y el director por haber copiado en el examen.

λογοδοτώ για κτ

Ha cometido un crimen y tendrá que responder por eso.
Διέπραξε ένα έγκλημα και θα αναγκαστεί να λογοδοτήσει γι' αυτό.

απαντώ, αποκρίνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se quedó en silencio y no respondió a mis preguntas.

γράφω σε κπ

(έμφαση στο είδος της επικοινωνίας)

έχω να δώσω λόγο σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por ser independientemente rico, no dependía de nadie.

απαντάω, απαντώ

(σε κάτι/κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ella respondió a nuestra carta inmediatamente.
Απάντησε αμέσως στο γράμμα μας.

αντιμιλώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Ni te atrevas a responder con insolencia jovencita!
Μην τολμήσεις να μου αντιμιλήσεις, νεαρά!

απαντάω σε κπ

La estrella del pop respondió a las críticas con una serie de tweets.

αντιδρώ

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él reaccionó a mi crítica de forma negativa.
Αντέδρασε αρνητικά στην κριτική μου.

απαντάω σε κτ, ακούω σε κτ

Se llama Timothy pero responde a Timmy.
Το όνομά του είναι Τίμοθι, αλλά τον φωνάζουν Τίμι.

ανταποκρίνομαι

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La buena noticia es que parece que el cáncer responde a la quimioterapia.
Τα καλά νέα είναι πως ο καρκίνος δείχνει να ανταποκρίνεται στη χημειοθεραπεία.

καλύπτω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para muchos adolescentes, el club responde a la necesidad de sentirse parte de la comunidad.

υπακούω σε κτ

(μεταφορικά)

Este coche deportivo responde al más mínimo toque del volante.
Αυτό το σπορ αυτοκίνητο ανταποκρίνεται στο ελάχιστο άγγιγμα του τιμονιού.

που ανταποκρίνεται σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los médicos estaban preocupados por la paciente, pero por suerte ella reaccionó al nuevo tratamiento.
Οι γιατροί ανησυχούσαν για την κατάσταση της ασθενούς, αλλά ευτυχώς ανταποκρίθηκε στη νέα αγωγή.

αιτιολογώ, δικαιολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se nos pidió que respondiéramos por nuestros actos.
Μας ζητήθηκε να δώσουμε εξηγήσεις για τις πράξεις μας.

αναποκρίνομαι σε

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No importaba lo que hiciera, no podía estar a la altura de las expectativas de su padre.
'Ο,τι και να έκανε, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του πατέρα του.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του responder στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.