Τι σημαίνει το resto στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης resto στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του resto στο ισπανικά.

Η λέξη resto στο ισπανικά σημαίνει κάνω αφαίρεση, αφαιρώ, αφαιρώ, αφαιρώ, αφαιρώ, υπόλοιπο, υπόλοιπος, κατάλοιπο, μισό βολέ, χαφ βολέ, κατάλοιπο, απομεινάρι, υπόλοιπο, υπόλοιπο, κατάλοιπο, απομεινάρι, άλλοι, εναπόθεση, υποτιμώ, αφαιρώ, υποτιμώ, υποβαθμίζω, μειώνω τη σημασία, υποτιμώ, μιλώ υποτιμητικά για κτ, στέλνω, που τον αγνοούν, που τον παραβλέπουν, υποβαθμίζω τη σημασία, υποβαθμίζω τη σπουδαιότητα, υποτιμώ, καθιστώ λιγότερο ανησυχητικό, επισκιάζω, μειώνω τη σημασία, μειώνω τη σπουδαιότητα, αψηφώ, απαξιώ, ελαφραίνω, μειώνω, δεν δίνω αρκετή έμφαση σε κτ, κάνω κτ ξεπερασμένο, κάνω κτ απαρχαιωμένο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης resto

κάνω αφαίρεση

(μαθηματικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los niños aprenden a sumar y restar en el primer año de escuela.
Τα παιδιά μαθαίνουν να κάνουν πρόσθεση και αφαίρεση στην πρώτη χρονιά του σχολείου.

αφαιρώ

verbo transitivo (μαθηματικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu respuesta es incorrecta porque no restaste el número adecuado.

αφαιρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su habla obscena le resta mucho atractivo.

αφαιρώ

(matemáticas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Qué te queda si le restas 63 a 100?

αφαιρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
De este gasto, ¿cuánto puedes deducir de los impuestos?
Πόσα από αυτά τα έξοδα εκπίπτουν από τους φόρους σου;

υπόλοιπο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Come lo que puedas, que yo comeré el resto. // Regalamos dos gatitos y nos quedamos con el resto.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Φάε όσο θες και θα φάω εγώ το υπόλοιπο.

υπόλοιπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sara revisó su guardarropa, decidió con qué ropa iba a quedarse y llevó el resto a una tienda de caridad. // Ben trabajó toda la mañana y pasó el resto del día relajándose en el jardín.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Σάρα έψαξε τη ντουλάπα της, αποφάσισε ποια ρούχα ήθελε να κρατήσει και πήγε τα υπόλοιπα σε ένα φιλανθρωπικό κατάστημα.

κατάλοιπο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La superstición es un resto de la época pagana.
Η δεισιδαιμονία είναι ένα κατάλοιπο της εποχής της ειδωλολατρίας.

μισό βολέ, χαφ βολέ

nombre masculino (τένις)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κατάλοιπο, απομεινάρι

nombre masculino (persona) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El juez es un resto de una generación más conservadora.
Ο δικαστής είναι ένα απομεινάρι μιας πιο συντηρητικής γενιάς.

υπόλοιπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jane pagó la mayor parte de la cuenta, así que Jim pagó el resto.

υπόλοιπο

(matemáticas)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cinco dividido dos te da un restante de uno.
Πέντε δια δύο αφήνει υπόλοιπο ένα.

κατάλοιπο, απομεινάρι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las normas misóginas en las empresas son un vestigio de los años sesenta.
Αυτές οι μισογυνίστικες εταιρικές πρακτικές είναι κατάλοιπα της δεκαετίας του '60.

άλλοι

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Recibí algunos libros hoy, y los otros llegarán mañana.
Παρέλαβα μερικά βιβλία σήμερα και τα άλλα θα έρθουν αύριο.

εναπόθεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las inundaciones dejaron depósitos de lodo en las casas de la gente.

υποτιμώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En mi entrevista de trabajo resté importancia a mis errores previos y remarqué mis éxitos.
Στην συνέντευξή μου για δουλειά δεν έδωσα τόση σημασία στις προηγούμενες αποτυχίες μου και τόνισα στις επιτυχίες μου.

αφαιρώ

locución verbal (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Réstale 14 a 37 y obtienes 23.

υποτιμώ, υποβαθμίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μειώνω τη σημασία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Minimizó la escasez de presupuesto como si no importara.
Υποτίμησε το έλλειμμα του προϋπολογισμού σα να μην είχε σημασία.

μιλώ υποτιμητικά για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El político pasa mucho tiempo rebajando las políticas de su rival, pero casi no habla de las propias.
Ο πολιτικός αφιερώνει πολύ χρόνο στο να μιλάει υποτιμητικά για την πολιτική του αντιπάλου του, αλλά όχι αρκετό στο να μιλάει για τη δική του.

στέλνω

(a alguien) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που τον αγνοούν, που τον παραβλέπουν

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La tos constante es un síntoma al que no debe restársele importancia.

υποβαθμίζω τη σημασία, υποβαθμίζω τη σπουδαιότητα

locución verbal (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estamos tratando de restar importancia a los tests estándar en nuestra escuela.

υποτιμώ

locución verbal (ίσως κατά λάθος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El libro resta importancia a la clase social en la Inglaterra de todos los días.

καθιστώ λιγότερο ανησυχητικό

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le echaron en cara haber restado importancia al asunto.

επισκιάζω

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las preocupaciones sobre la economía restaron importancia a la conferencia.
Οι ανησυχίες για την οικονομία επισκίασαν τα υπόλοιπα θέματα στο συνέδριο.

μειώνω τη σημασία, μειώνω τη σπουδαιότητα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αψηφώ, απαξιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estaba realmente mal, trabajé mucho en ese proyecto y mi jefe le restó importancia.
Ήμουν πραγματικά αναστατωμένος. Έριξα πολλή δουλειά σε εκείνο το έργο και το αφεντικό μου μόλις την απαξίωσε.

ελαφραίνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las bromas de Dave siempre le restan seriedad al ambiente.

μειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los comentarios del político intentaron restar importancia a su adversario.

δεν δίνω αρκετή έμφαση σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κτ ξεπερασμένο, κάνω κτ απαρχαιωμένο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cada año la compañía lanza un nuevo modela que vuelve obsoleto al anterior.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του resto στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.